Του Γιάννη Κορδάτου
Οι αιτίες της καθιέρωσης των νηστειών στο Χριστιανισμό
Τι μεσολάβησε λοιπόν, ώστε ο χριστιανισμός μέ την πάροδο του χρόνου να καθιερώσει δύο μεν ημέρες τη βδομάδα, Τετάρτη και Παρασκευή, ως ημέρες ακρεωφαγίας, κατά τις οποίες μάλιστα να απαγορεύεται και το λάδι και το κρασί, άλλες δε μακροχρόνιες (σαρακοστές);
Το ζήτημα αυτό δεν πρέπει να το εξετάσουμε στενά από θρησκευτική καθαρώς άποψη, αφού ο αρχέγονος χριστιανισμός δεν γνώρισε τέτοιου είδους νηστείες. Άρα υπάρχει άλλη αιτία, που γέννησε και καθιέρωσε τις νηστείες, όχι μόνο της Τετάρτης και της Παρασκευής, αλλά και τις μεγάλες, τις πολυήμερες (σαράντα μέρες προ του Πάσχα, άλλες τόσες προ των Χριστουγέννων, 15 μέρες τον Αύγουστο κι άλλες μικρότερες).
Όσο οι χριστιανοί αποτελούσαν μικρές κοινότητες (εκκλησίες), μπορούσαν να συντηρούνται με τα κοινά δείπνα και συσσίτια (Αγάπες). Από τον δεύτερο όμως αιώνα και δώθε, τα πράγματα άλλαξαν. Οι χριστιανοί πλήθαιναν και οι κοινότητές τους αντίκριζαν σοβαρό πρόβλημα διατροφής. Και ναι μεν αναγκάστηκαν ν΄ αλλάξουν την εσωτερική τους διοργάνωση και να διορίζουν έναν επόπτη φροντιστή, τον επίσκοπο, αλλά και πάλι δε μπορούσαν να εξοικονομήσουν όλα τα τρόφιμα, που χρειάζονταν για τη διατροφή των πιστών. Κι ακόμα στις εκκλησίες - κοινότητες άρχισαν να προσχωρούν και εύποροι, που με τη δύναμη που διαθέτανε, καταργήσανε τα κοινόβια και τις «Αγάπες». Έτσι παρουσιάστηκε και ένα άλλο ζήτημα. Μέσα στη χριστιανική παράταξη υπήρχαν πλούσιοι και φτωχοί, που οι μεν ζούσαν πλουσιοπάροχα, όπως και οι ειδωλολάτρες, ενώ οι φτωχοί ζούσαν με πολλές στερήσεις.
Ήταν επόμενο λοιπόν, να δημιουργηθούν παράπονα καί διαιρέσεις, όπως μας πληροφορούν τα γραπτά των Πατέρων της Εκκλησίας εκείνου του καιρού. Από την αιτία αυτή οι πρεσβύτεροι και οι επισκοποι, από τη μιά μεριά για να εξοικονομήσουν τρόφιμα και από την άλλη για να σταματήσουν τις διενέξεις και τις αντιθέσεις ανάμεσα φτωχών και πλουσίων μέσα στις χριστιανικές κοινότητες (εκκλησίες), θέσπισαν τις διάφορες νηστείες, δηλαδή την αποχή από τα φαγητά, που έτρωγαν οι εύποροι. Το μέτρο αυτό απόβλεπε σε δυο σκοπούς: Πρώτο, αναγκάζονταν οι πλούσιοι χριστιανοί ορισμένες μέρες να τηρούν την ακρεωφαγία και να μην τρώνε λάδι, ψάρια, γάλα κ.λπ.. Έτσι εξομοιώνονταν με τους φτωχούς χριστιανούς. Δεύτερο, γινόταν εξοικονόμηση τροφίμων (μια και οι πλούσιοι νήστευαν) και αυτά προσφέρονταν στην κοινότητα, ώστε να τρώνε κρέας, λάδι, ψάρια, αυγά κ.λπ. και οι φτωχοί. Γι΄ αυτό στη Δύση επικρατούσε η θεωρία, ότι η νηστεία είναι έργον άξιον μισθού (meritium) και συνεπώς εκείνος που νηστεύει, γλυτώνει από τις αμαρτίες του. Η γνώμη αυτή, το καταλαβαίνει ο καθ΄ ένας, πως είχε υποβλητικό χαρακτήρα σε πλούσιους και φτωχούς.
Για να είναι όμως απαράβατες οι εντολές για την τήρηση των νηστειών, πήραν το κύρος Συνοδικών αποφάσεων, καί προπαγανδίστηκε η ιδέα, πως οι νηστείες προέρχονται από τους Αποστολικούς χρόνους. Άρα θεσπίστηκαν πολύ παλαιά και καθιερώθηκαν από τους Αποστολικούς Κανόνες.
Οι λόγοι θέσπισης πολυήμερων νηστειών στο Βυζάντιο
Απ΄ όσα έχουμε πει ίσαμε δω, ο αναγνώστης καταλαβαίνει πολύ καλά, πως η βυζαντινή αυτοκρατορία αντίκριζε άλυτα δημοσιονομικά και παραγωγικά προβλήματα.
Έπρεπε να εξευρεθεί τρόπος, ώστε από τη μια μεριά να ενισχυθεί η κτηνοτροφία, η πτηνοτροφία και η αλιεία και από την άλλη να παταχτεί έμμεσα η αισχροκέρδεια, Αυτός είναι ο βασικός λόγος, που επιβλήθηκαν οι σαρακοστές. Το μέτρο ήταν γιά την εποχή εκείνη σοφό. Οι δυό μεγάλες σαρακοστές, την άνοιξη και στην αρχή του χειμώνα ήταν προστατευτικές της κτηνοτροφίας και της πτηνοτροφίας. Η ακρεωφαγία, που επιβλήθηκε για θρησκευτικούς λόγους, ενίσχυσε πάρα πολύ τους δύο αυτούς κλάδους της αγροτικής οικονομίας. Τα ζώα, μικρά και μεγάλα, δε σφάζονταν, η αναπαραγωγή τους αύξαινε και μαζί δημιουργούντανε σταθεροί όροι γιά την αύξηση τής παραγωγής τού γάλακτος και την ανάπτυξη της τυροκομίας. Έτσι, μια που ορισμένες εποχές η ζήτηση κρέατος, πουλερικών, τυριού, αυγών κ.λπ., περιοριζόταν πάρα πολύ, μαζεύονταν αποθέματα και δεν υπήρχε καμμιά ανάγκη να γίνεται εισαγωγή. Αντίθετα, γινόταν εξαγωγή.
Οι ίδιοι λόγοι επέβαλαν και την αποχή από το λάδι και το κρασί κάθε Τετάρτη και Παρασκευή. Η ελαιοπαραγωγή, όπως και τώρα, ήταν τοπική. Όλες οι επαρχίες δεν είχαν ελαιόδεντρα. Εξ άλλου, κι εκεί που υπήρχαν, δέν καρπούσαν κάθε χρόνο. Παράλληλα, από διάφορες αρρώστιες και άλλες αιτίες, η ελαιοκομία βρισκόταν σε πρωτόγονη κατάσταση. Άρα το λάδι σπάνιζε. Στις αιτίες αυτές πρέπει να προσθέσουμε και τη δυσκολία της μεταφοράς του από τόπο σε τόπο με τα μεταφορικά και συγκοινωνιακά μέσα, που υπήρχαν τότε.
Μα και η αμπελουργία περνούσε μεγάλη κρίση και το κρασί, όπως το λάδι, δύσκολα μεταφερόταν. Από τις αιτίες αυτές, αν κάθε μέρα ήταν ελεύθερη η κατανάλωση των προϊόντων αυτών, δε θα υπήρχαν ποσότητες αρκετές και η αισχροκέρδεια θα οργίαζε, όπως γινόταν και στην προχριστιανική εποχή.
Επίσης και για τα ψάρια, που κι αυτά μπήκαν στον κατάλογο των απαγορευμένων τροφών, οι ίδιοι λόγοι συντρέχανε. Δεν απαγορεύτηκε γενικά η αλιεία, αλλά περιορίστηκε η κατανάλωση. Κι αυτό γιά να παστώνουν τα ψάρια, ώστε να υπάρχουν μεγάλα αποθέματα παστών, που διατηρούνται και ευκολομεταφέρονται, κι έτσι να υπάρχει πάντα μεγαλύτερη προσφορά από τη ζήτηση. Αντίθετα, άλλα είδη θαλασσινών προϊόντων (αστακός, χταπόδια, καλαμαράκια κ.λπ.) , δεν ήταν απαγορευμένα ίσως γιατί η αλιεία τους με τα τεχνικά μέσα που διαθέτανε, ήταν δύσκολη και συνεπώς δεν έπαιζαν σημαντικό ρόλο στην αγορά.
Μα και ένας άλλος λόγος επέβαλε τη νηστεία στο λάδι και το κρασί: Γίνονταν μεγάλες εξαγωγές. Όμως, όπως ξέρουμε, τις εξαγωγές τις έκαναν οι μεγάλοι ιδιοκτήτες. Αυτοί λοιπόν, μιά που οι μικροί αμπελουργοί και ελαιοπαραγωγοί δεν κατανάλωναν το δικό τους λάδι και κρασί, με το να μην υπάρχει μεγάλη ζήτηση, το πουλούσαν φτηνά στους μεγάλοκτηματίες και αυτοί με τη σειρά τους κάνανε εξαγωγές σε άλλες χώρες κι έτσι κέρδιζαν πολλά.
Μόνο μ΄ ένα τέτοιο αντίκρισμα μπορούμε να εξηγήσουμε την αιτία, που επιβλήθηκαν και καθιερώθηκαν στην αρχή μεν οι μικρές νηστείες κι αργότερα οι σαρακοστές. Η Εκκλησία της Ανατολής στην προκειμένη περίπτωση με το να καθιερώσει την αυστηρή αποχή από ορισμένα είδη τροφών δεν έκανε τίποτε άλλο παρά εφάρμοσε μέτρα, που ήταν μέτρα ανάγκης για μιά δυσμενή εποχή. Εξυπηρέτησε δηλαδή την εθνική οικονομία του Βυζαντίου.
Διαβάστε περισσότερα στην Ελεύθερη Έρευνα
Οι αιτίες της καθιέρωσης των νηστειών στο Χριστιανισμό
Τι μεσολάβησε λοιπόν, ώστε ο χριστιανισμός μέ την πάροδο του χρόνου να καθιερώσει δύο μεν ημέρες τη βδομάδα, Τετάρτη και Παρασκευή, ως ημέρες ακρεωφαγίας, κατά τις οποίες μάλιστα να απαγορεύεται και το λάδι και το κρασί, άλλες δε μακροχρόνιες (σαρακοστές);
Το ζήτημα αυτό δεν πρέπει να το εξετάσουμε στενά από θρησκευτική καθαρώς άποψη, αφού ο αρχέγονος χριστιανισμός δεν γνώρισε τέτοιου είδους νηστείες. Άρα υπάρχει άλλη αιτία, που γέννησε και καθιέρωσε τις νηστείες, όχι μόνο της Τετάρτης και της Παρασκευής, αλλά και τις μεγάλες, τις πολυήμερες (σαράντα μέρες προ του Πάσχα, άλλες τόσες προ των Χριστουγέννων, 15 μέρες τον Αύγουστο κι άλλες μικρότερες).
Όσο οι χριστιανοί αποτελούσαν μικρές κοινότητες (εκκλησίες), μπορούσαν να συντηρούνται με τα κοινά δείπνα και συσσίτια (Αγάπες). Από τον δεύτερο όμως αιώνα και δώθε, τα πράγματα άλλαξαν. Οι χριστιανοί πλήθαιναν και οι κοινότητές τους αντίκριζαν σοβαρό πρόβλημα διατροφής. Και ναι μεν αναγκάστηκαν ν΄ αλλάξουν την εσωτερική τους διοργάνωση και να διορίζουν έναν επόπτη φροντιστή, τον επίσκοπο, αλλά και πάλι δε μπορούσαν να εξοικονομήσουν όλα τα τρόφιμα, που χρειάζονταν για τη διατροφή των πιστών. Κι ακόμα στις εκκλησίες - κοινότητες άρχισαν να προσχωρούν και εύποροι, που με τη δύναμη που διαθέτανε, καταργήσανε τα κοινόβια και τις «Αγάπες». Έτσι παρουσιάστηκε και ένα άλλο ζήτημα. Μέσα στη χριστιανική παράταξη υπήρχαν πλούσιοι και φτωχοί, που οι μεν ζούσαν πλουσιοπάροχα, όπως και οι ειδωλολάτρες, ενώ οι φτωχοί ζούσαν με πολλές στερήσεις.
Ήταν επόμενο λοιπόν, να δημιουργηθούν παράπονα καί διαιρέσεις, όπως μας πληροφορούν τα γραπτά των Πατέρων της Εκκλησίας εκείνου του καιρού. Από την αιτία αυτή οι πρεσβύτεροι και οι επισκοποι, από τη μιά μεριά για να εξοικονομήσουν τρόφιμα και από την άλλη για να σταματήσουν τις διενέξεις και τις αντιθέσεις ανάμεσα φτωχών και πλουσίων μέσα στις χριστιανικές κοινότητες (εκκλησίες), θέσπισαν τις διάφορες νηστείες, δηλαδή την αποχή από τα φαγητά, που έτρωγαν οι εύποροι. Το μέτρο αυτό απόβλεπε σε δυο σκοπούς: Πρώτο, αναγκάζονταν οι πλούσιοι χριστιανοί ορισμένες μέρες να τηρούν την ακρεωφαγία και να μην τρώνε λάδι, ψάρια, γάλα κ.λπ.. Έτσι εξομοιώνονταν με τους φτωχούς χριστιανούς. Δεύτερο, γινόταν εξοικονόμηση τροφίμων (μια και οι πλούσιοι νήστευαν) και αυτά προσφέρονταν στην κοινότητα, ώστε να τρώνε κρέας, λάδι, ψάρια, αυγά κ.λπ. και οι φτωχοί. Γι΄ αυτό στη Δύση επικρατούσε η θεωρία, ότι η νηστεία είναι έργον άξιον μισθού (meritium) και συνεπώς εκείνος που νηστεύει, γλυτώνει από τις αμαρτίες του. Η γνώμη αυτή, το καταλαβαίνει ο καθ΄ ένας, πως είχε υποβλητικό χαρακτήρα σε πλούσιους και φτωχούς.
Για να είναι όμως απαράβατες οι εντολές για την τήρηση των νηστειών, πήραν το κύρος Συνοδικών αποφάσεων, καί προπαγανδίστηκε η ιδέα, πως οι νηστείες προέρχονται από τους Αποστολικούς χρόνους. Άρα θεσπίστηκαν πολύ παλαιά και καθιερώθηκαν από τους Αποστολικούς Κανόνες.
Οι λόγοι θέσπισης πολυήμερων νηστειών στο Βυζάντιο
Απ΄ όσα έχουμε πει ίσαμε δω, ο αναγνώστης καταλαβαίνει πολύ καλά, πως η βυζαντινή αυτοκρατορία αντίκριζε άλυτα δημοσιονομικά και παραγωγικά προβλήματα.
Έπρεπε να εξευρεθεί τρόπος, ώστε από τη μια μεριά να ενισχυθεί η κτηνοτροφία, η πτηνοτροφία και η αλιεία και από την άλλη να παταχτεί έμμεσα η αισχροκέρδεια, Αυτός είναι ο βασικός λόγος, που επιβλήθηκαν οι σαρακοστές. Το μέτρο ήταν γιά την εποχή εκείνη σοφό. Οι δυό μεγάλες σαρακοστές, την άνοιξη και στην αρχή του χειμώνα ήταν προστατευτικές της κτηνοτροφίας και της πτηνοτροφίας. Η ακρεωφαγία, που επιβλήθηκε για θρησκευτικούς λόγους, ενίσχυσε πάρα πολύ τους δύο αυτούς κλάδους της αγροτικής οικονομίας. Τα ζώα, μικρά και μεγάλα, δε σφάζονταν, η αναπαραγωγή τους αύξαινε και μαζί δημιουργούντανε σταθεροί όροι γιά την αύξηση τής παραγωγής τού γάλακτος και την ανάπτυξη της τυροκομίας. Έτσι, μια που ορισμένες εποχές η ζήτηση κρέατος, πουλερικών, τυριού, αυγών κ.λπ., περιοριζόταν πάρα πολύ, μαζεύονταν αποθέματα και δεν υπήρχε καμμιά ανάγκη να γίνεται εισαγωγή. Αντίθετα, γινόταν εξαγωγή.
Οι ίδιοι λόγοι επέβαλαν και την αποχή από το λάδι και το κρασί κάθε Τετάρτη και Παρασκευή. Η ελαιοπαραγωγή, όπως και τώρα, ήταν τοπική. Όλες οι επαρχίες δεν είχαν ελαιόδεντρα. Εξ άλλου, κι εκεί που υπήρχαν, δέν καρπούσαν κάθε χρόνο. Παράλληλα, από διάφορες αρρώστιες και άλλες αιτίες, η ελαιοκομία βρισκόταν σε πρωτόγονη κατάσταση. Άρα το λάδι σπάνιζε. Στις αιτίες αυτές πρέπει να προσθέσουμε και τη δυσκολία της μεταφοράς του από τόπο σε τόπο με τα μεταφορικά και συγκοινωνιακά μέσα, που υπήρχαν τότε.
Μα και η αμπελουργία περνούσε μεγάλη κρίση και το κρασί, όπως το λάδι, δύσκολα μεταφερόταν. Από τις αιτίες αυτές, αν κάθε μέρα ήταν ελεύθερη η κατανάλωση των προϊόντων αυτών, δε θα υπήρχαν ποσότητες αρκετές και η αισχροκέρδεια θα οργίαζε, όπως γινόταν και στην προχριστιανική εποχή.
Επίσης και για τα ψάρια, που κι αυτά μπήκαν στον κατάλογο των απαγορευμένων τροφών, οι ίδιοι λόγοι συντρέχανε. Δεν απαγορεύτηκε γενικά η αλιεία, αλλά περιορίστηκε η κατανάλωση. Κι αυτό γιά να παστώνουν τα ψάρια, ώστε να υπάρχουν μεγάλα αποθέματα παστών, που διατηρούνται και ευκολομεταφέρονται, κι έτσι να υπάρχει πάντα μεγαλύτερη προσφορά από τη ζήτηση. Αντίθετα, άλλα είδη θαλασσινών προϊόντων (αστακός, χταπόδια, καλαμαράκια κ.λπ.) , δεν ήταν απαγορευμένα ίσως γιατί η αλιεία τους με τα τεχνικά μέσα που διαθέτανε, ήταν δύσκολη και συνεπώς δεν έπαιζαν σημαντικό ρόλο στην αγορά.
Μα και ένας άλλος λόγος επέβαλε τη νηστεία στο λάδι και το κρασί: Γίνονταν μεγάλες εξαγωγές. Όμως, όπως ξέρουμε, τις εξαγωγές τις έκαναν οι μεγάλοι ιδιοκτήτες. Αυτοί λοιπόν, μιά που οι μικροί αμπελουργοί και ελαιοπαραγωγοί δεν κατανάλωναν το δικό τους λάδι και κρασί, με το να μην υπάρχει μεγάλη ζήτηση, το πουλούσαν φτηνά στους μεγάλοκτηματίες και αυτοί με τη σειρά τους κάνανε εξαγωγές σε άλλες χώρες κι έτσι κέρδιζαν πολλά.
Μόνο μ΄ ένα τέτοιο αντίκρισμα μπορούμε να εξηγήσουμε την αιτία, που επιβλήθηκαν και καθιερώθηκαν στην αρχή μεν οι μικρές νηστείες κι αργότερα οι σαρακοστές. Η Εκκλησία της Ανατολής στην προκειμένη περίπτωση με το να καθιερώσει την αυστηρή αποχή από ορισμένα είδη τροφών δεν έκανε τίποτε άλλο παρά εφάρμοσε μέτρα, που ήταν μέτρα ανάγκης για μιά δυσμενή εποχή. Εξυπηρέτησε δηλαδή την εθνική οικονομία του Βυζαντίου.
Διαβάστε περισσότερα στην Ελεύθερη Έρευνα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου