Σήμερα ανέσυρα από τον σκουπιδοτενεκέ δυο ποιήματα που είχα αντιγράψει από ένα περιοδικό του ’40. Την Ποιητική Τέχνη, αν θυμάμαι καλά... 1946; 47; Ανήκουν στους, νεαρούς τότε, Ντίνο Ηλιόπουλο και Ντίνο Δημόπουλο. Ένα άλλο του Μίμη Φωτόπουλου το άφησα τελικά. Κρίμα...
Της Φρόσως ο λεγάμενος, ο ράθυμος Τζωρτζής,
Ντερβίσης, ή προφέσσορας, ή τζες, ή χιμπατζής,
Πούχε ντεπόζιτο καρδιά,
Συχνά κάθε που αφίνονταν μονάχος στους καϋμούς του
Ένα σκοπό μολόγαγε, που λες, για χάρη γούστου
Με κομπολόι συνοδειά.
Τσικ, τσικ, τσικ, κι η τρεμάμενη βραχνάδα της θαμπής
Φωνής του, στο βελούδινο αντηχούσε της νυχτιάς
Κι αν πεις
Και για τις νότες τις ψηλές – ξεφάντωμα ερωτιάς-
Ξεσπούσαν σ’ ένα σέρτικο σεβντά νοσταλγικόν
Ως σκαρφαλώναν στης Κεράς του το μπαλκόνι,
Πούχε τη γλάστρα διαπασών
Με το βασιλικό
Για να τον μαραζώνει.
Κι ώρες γλυκοπικράμενος απόμνεσκ’ επειδή
Καρτέρα να τη δει
Να ξεπροβάλλει στου παράθυρου την άκρη.
Και τόπνιγε σαν τούρχονταν στο μάτι του το δάκρυ,
Γιατί δεν κλαιν οι άντρες
Τσικ, τσικ, μον’ άκουες ρυθμικά, σιγά να κλαιν οι χάντρες.
Ντίνος Ηλιόπουλος, Ρεσιτάλ
Είναι κάτι μελλοθάνατοι
Νέα παιδιά παλληκαράκια
Που μόλις ίδρωσε στην ήβη τους
Το χνούδι της κουμαριάς
Μόλις τους είπε καλημέρα το μαϊστράλι
Που ήρθε και στέγνωσε στο προσκεφάλι τους
Το γάλα
Είναι κάτι μελλοθάνατοι
Που περπατάνε πάνου στα ρείκια
Μ’ ένα κλωνάρι γιασεμί στα χείλια τους
Με δυο κεράσια κόκκινα στ’ αυτιά τους
Που κουβαλούν στη ράχη τους
Κι από έναν ήλιο
Και παραμάσκαλα μιαν άδεια
Χελιδονοφωλιά
Που πια ποτέ δε θα ζεστάνει χελιδόνια
Ντίνος Δημόπουλος, Είναι κάτι μελλοθάνατοι...
Της Φρόσως ο λεγάμενος, ο ράθυμος Τζωρτζής,
Ντερβίσης, ή προφέσσορας, ή τζες, ή χιμπατζής,
Πούχε ντεπόζιτο καρδιά,
Συχνά κάθε που αφίνονταν μονάχος στους καϋμούς του
Ένα σκοπό μολόγαγε, που λες, για χάρη γούστου
Με κομπολόι συνοδειά.
Τσικ, τσικ, τσικ, κι η τρεμάμενη βραχνάδα της θαμπής
Φωνής του, στο βελούδινο αντηχούσε της νυχτιάς
Κι αν πεις
Και για τις νότες τις ψηλές – ξεφάντωμα ερωτιάς-
Ξεσπούσαν σ’ ένα σέρτικο σεβντά νοσταλγικόν
Ως σκαρφαλώναν στης Κεράς του το μπαλκόνι,
Πούχε τη γλάστρα διαπασών
Με το βασιλικό
Για να τον μαραζώνει.
Κι ώρες γλυκοπικράμενος απόμνεσκ’ επειδή
Καρτέρα να τη δει
Να ξεπροβάλλει στου παράθυρου την άκρη.
Και τόπνιγε σαν τούρχονταν στο μάτι του το δάκρυ,
Γιατί δεν κλαιν οι άντρες
Τσικ, τσικ, μον’ άκουες ρυθμικά, σιγά να κλαιν οι χάντρες.
Ντίνος Ηλιόπουλος, Ρεσιτάλ
Είναι κάτι μελλοθάνατοι
Νέα παιδιά παλληκαράκια
Που μόλις ίδρωσε στην ήβη τους
Το χνούδι της κουμαριάς
Μόλις τους είπε καλημέρα το μαϊστράλι
Που ήρθε και στέγνωσε στο προσκεφάλι τους
Το γάλα
Είναι κάτι μελλοθάνατοι
Που περπατάνε πάνου στα ρείκια
Μ’ ένα κλωνάρι γιασεμί στα χείλια τους
Με δυο κεράσια κόκκινα στ’ αυτιά τους
Που κουβαλούν στη ράχη τους
Κι από έναν ήλιο
Και παραμάσκαλα μιαν άδεια
Χελιδονοφωλιά
Που πια ποτέ δε θα ζεστάνει χελιδόνια
Ντίνος Δημόπουλος, Είναι κάτι μελλοθάνατοι...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου