Αφιερωμένο σ' όλους τους μετανάστες, όπου γης, από την Κάτω Ιταλία που ξέρει καλά απ' αυτά...
Μεταγραφή στο δυτικό ελληνικό αλφάβητο:
Ória-mu rondinéda
Apùten ste tse stádji
Pléa tálassa se guádji
Me tutó kaló tseró?
Áspro vastá to péto
Mávre vastá tes ále
O stavrí kolór di mare
Me ti kùda plio niftí.
Arótissa ti mána-mu
Tin pléon agapiméni
Éxi tósso ka me méni
Puru na ‘xi na me di.
Arótissa to tsuri-mu
Tse s’ óli ti getonía
Tse an íxe omilía
Póssa íxe na mu pi.
Kaídjo ambró sti tálassa
Pánta sséna kanonó
Plión gérni plión kaléi
Plión egídji to neró.
Μεταγραφή στο μητροπολιτικό ελληνικό αλφάβητο:
Ώρ(α)ια μου ροντινέντα
Από πούθεν στε και στάτζει
Π(λ)οία θάλασσα σε βγ(κου)ά(τ)ζει
Με τούτο καλό καιρό;
Άσπρο βαστά το πέτο
Μαύρες βαστά τες άλε
Ο σταυρή κολόρ ντι μάρε
Με τη κούντα π(λ)ιο (α)νοιχτή.
Ερώτησα τη μάνα μου
Την πλέον αγαπημένη
Έχει τόσο κα με μένει
Πούρου να ‘χει να με δει.
Ερώτησα το κύρη μου
Και σ’ όλη τη γε(ι)τονία
Και αν είχε ομιλία
Πόσα είχε να μου πει.
Κα(θ)ίζω εμπρός στη θάλασσα
Πάντα σένα κανονώ
Π(λ)oιόν γέρνει π(λ)oιόν καλεί
Π(λ)oιόν αγγίζει το νερό.
Νεοελληνική απόδοση:
Ωραίο μου χελιδονάκι
Από πού είσαι και φτάνεις
Ποια θάλασσα σε βγάζει
Με τούτο τον καλό καιρό;
Άσπρο έχεις το στήθος
Μαύρες έχεις τις φτερούγες
Τη ράχη στο χρώμα της θαλάσσης
Με την ουρά πιο ανοιχτή.
Ρώτησα για τη μάνα μου
Την πιο αγαπημένη
Έχει τόσο που με περιμένει
Αν και έχει χρόνο να με δει.
Ρώτησα για τον κύρη μου
Κι για όλη την γειτονιά
Κι αν είχε μιλιά
Θα είχε τόσα να πει.
Κάθομαι μπροστά στη θάλασσα
Πάντα κοιτάζω εσένα
Ποιον γυρνάει ποιον φωνάζει
Ποιον αγγίζει το νερό.
4 σχόλια:
εκπληκτικό πραγματικά, ανατριχιαστικό όταν στο τέλος κοιτάει στο νερό, αναζητώντας τον κατοπτρισμό της ζωής των οικείων στην πατρίδα, αναδύει μια απελπισία που ξεπερνά σε ρίγος ακόμα και τις εικόνες μεγάλων ποιητών. Θα ήθελα, αν γίνεται να βοηθήσεις, στούς τελευτσαίους στίχους, όσον αφορά για τον ρόλο του χελιδονιού). Επίσης όταν λέγεται: ''ποιός αγγίζει το νερό'', είναι φοβερό σημείο. Μπορεί να είμαι ευφάνταστος, ίσως εννοείται κάτι πιό συγκεκριμένο, αλλά αυτή η εικόνα, ξεπερνά κατά πολύ άλλες λόγιες εικόνες της μυστικής σχέσης με το νερό, ως αυτό να είναι ιερό διαμέσο. Μού'ρχετε στο μυαλό ένα σημείο του Πίνδαρου για την ιερότητα των νερών, αλλά και ο Σολωμός,.. θα επανέλθω. Αλήθεια έχεις σκεφτεί να εκδόσεις κάτι; έχεις ασχοληθεί παραπάνω; Πιστεύω θα είχε φοβερό ενδιαφέρον. Χαιρετώ!
Έχω την εντύπωση ότι οι γυναίκες που τραγουδάνε δεν πολυκαταλαβαίνουν αυτά που λένε. Γι' αυτό και το νοηματικό λάθος -που διόρθωσα- μαύρο στήθος, άσπρες φτερούγες. Και επειδή η γλώσσα είναι προφορική και μεταδίδεται από πάππον προς πάππου, διατηρεί βέβαια το συναίσθημα αλλά αυτό δεν έχει τόση αντιστοιχία με τις λέξεις, τη γραμματική και το συντακτικό. Εδώ το νόημα ξεφεύγει από τη μορφολογία. Γι αυτό μπορούμε εμείς να το ερμηνεύσουμε πιο ελεύθερα. Εσύ για παράδειγμα ερμηνεύεις το ποιος ως υποκείμενο -δεν το βρίσκω λάθος. Αλλά αν το ερμηνεύσουμε ως αντικείμενο όπως αφήνει να φανεί η μορφή -αν και δεν είναι δεσμευτικό μια που η διάλεκτος επηρεασμένη από τα ιταλικά διατηρεί τις λέξεις ανοιχτές χωρίς τελικό σύμφωνο, έτσι δεν πρέπει να πάρουμε και πολύ τοις μετρητοίς το ποιον- το νερό αποκτά έναν πιο ενεργητικό ρόλο -είναι αυτό που επιστρέφει πίσω τους ανθρώπους, αυτό που τους καλεί και αυτό που τους πνίγει, έτσι ερμηνεύω το αγγίζει. Ο θάνατος είναι ένα άλλο κάλεσμα, ένα άγγιγμα. Ίσως εδώ μπορούμε να το συσχετίσουμε και με τους Πυθαγόρειους και τον Εμπεδοκλή, το θάνατο ως πέρασμα, τη λατρεία των χθόνιων θεών που τόσο διαδεδομένη ήταν στη Μεγάλη Ελλάδα. Κι έτσι οι σχέση με τους οικείους να περνά σε μια άλλη διάσταση. Η επανένωση που δεν μπορεί να γίνει τώρα, να ολοκληρώνεται αλλιώς, με το άγγιγμα του θανάτου στον οποίο μας περνά το νερό. Το αιώνιο κάλεσμα και η αιώνια επιστροφή.
Ακούγοντας ξανά το τραγούδι, διαπίστωσα ότι η διάλεκτος μας παραπλάνησε, ιδιαίτερα στην τελευταία στροφή. Ήδη παρατήρησα ότι αφήνει τις λέξεις ανοιχτές, χωρίς τελικό σύμφωνο, κι αυτό θα έπρεπε να με κάνει πιο υποψιασμένο για το πρόσωπο των ρηματών "γέρνει","καλέει", "εγκίτζει", που δεν είναι το γ' αλλά το β'. Τα ρήματα απευθύνονται στο χελιδόνι και στο ανεβοκατέβασμά του στη θάλασσσα, μέχρι που ακουμπάει στο νερό. Το λίο(ν), λιο(ν) προέρχεται από το "ολίγον" και το "καλέω" από το "καλάρω" των ναυτικών που σημαίνει "χαλαρώνω, αφήνω να πέσει". Το ίδιο και το "λιο" στη δεύτερη στροφή που σημαίνει "λίγο ανοιχτή".
Έτσι, η μετάφραση θα έπρεπε να διορθωθεί ως εξής:
...
με την ουρά λίγο ανοιχτή
...
και αν είχες μιλιά
θα είχες τόσα να πεις
...
λίγο γέρνεις λίγο πέφτεις
λίγο αγγίζεις το νερό.
Δημοσίευση σχολίου