Ανέσυρα από τον σκουπιδοτενεκέ μια φωτοτυπία με αποσπάσματα των Ελύτη και Εμπειρίκου, που είχε μοιραστεί στα πλαίσια ενός πανεπιστημιακού μαθήματος και αφορά την ουσία της ποίησης: τι είναι και πως την προσεγγίζουμε.
Οδυσσέας Ελύτης, "Η μέθοδος του «Άρα»", περ. Ο Χάρτης, τχ. 21-23, Νοε. 1986.
Μπαίνοντας ο εικοστός αιώνας στο τελευταίο του τέταρτο, αισθάνομαι άστεγος και περιττός. Όλα είναι κατειλημμένα –ως και τ’ άστρα. Οι άνθρωποι έχουν απαλλαγεί από κάθε παιδεία όπως στην εποχή του Τσέγκις Χαν και δεν ερωτεύονται ούτε κατ’ ιδέαν. Πρωθυπουργοί συναλλάσσονται με προσωπιδοφόρους, ποικίλες ομάδες καταλαμβάνουν αεροπλάνα και συλλαμβάνουν ομήρους ενώ οι κολλεγιόπαιδες λύνουν εκπληκτικές εξισώσεις με μιαν ευκολία που είναι ν’ απορείς: συν, πλην, διά, επί –άρα. Το μυστικό στη ζωή αυτή, φαίνεται, δεν είναι αν είσαι δούλος ή όχι· καθόλου. Είναι να οδηγείσαι με συνέπεια σε κάποιο «άρα» και νά ‘χεις έτοιμη την απάντηση. Πολύ ωραία. Μπροστά όμως σε μια φράση ποιητική, για ποιο λόγο αυτό το «άρα» στομώνει;
Το μυαλό μας κάνει μαιάνδρους απίθανους προκειμένου στο μέλλον να σταδιοδρομήσει στα εργαστήρια, στους ηλεκτρονικούς εγκεφάλους, οπουδήποτε οσφραίνεται όφελος χειροπιαστό. Προκειμένου όμως να καταλήξει σε μια συνειδητοποίηση του είναι παραμένει στην πρώτη τάξη του Δημοτικού. Γιατί; «Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει» -άρα; Μηδέν ο μαθητής. «Ο ήλιος κυκλοδίωκτος ως αράχνη μ’ εδίπλωνεν» -άρα; Κενό.
Το τρανζίστορ μας ναι· αυτό ξέρουμε να το λύνουμε και να το επανασυνδέουμε στο άψε-σβήσε.
Όλα γίνεται να τα λύσεις και να τα επανασυνδέσεις εκτός από τα λόγια που έγραψε ο ποιητής. Κάποια βίδα στο τέλος θα σε μπερδέψει. Μήτε που θα εφαρμόζει πουθενά, μήτε που χωρίς αυτήν θα λειτουργεί το μηχάνημα. Και ο ίδιος ο ποιητής αν κληθεί να δοκιμάσει θ’ αποτύχει. Τον ακολουθούν οι προθέσεις του που, αυτές, ενόσω ακόμη έγραφε, τον είχαν εγκαταλείψει χωρίς να το καταλάβει, για ν’ αφήσουν τη θέση τους σε άλλες, δοσμένες άγνωστο από που και κλειδωμένες μέσα στο τελικό αποτέλεσμα με μιαν ευλογοφάνεια που κάνει και τον ίδιον ν’ απορεί. Την αδεξιότητά του, που εν τούτοις ευστόχησε, δεν μπορεί παρά να τη δικαιολογήσει με κάποιο ψέμα. Εκ των υστέρων, όλοι οι ποιητές εξηγώντας τα ποιήματά τους λένε ψέματα.
Όταν όμως ο αναγνώστης αδυνατεί και ο ποιητής επιφυλάσσεται, τι γίνεται; Το διδακτικό προσωπικό των Λυκείων και των Πανεπιστημίων είναι σε θέση να μας πληροφορήσει με πάσαν ακρίβεια ποιες και πόσες παραλλαγές από κάθε στίχο του Σολωμού υπάρχουν, όπως επίσης –και ακόμη καλύτερα- τι ήτανε η Σχολή του Αμμωνίου Σακκά. Να μας πει όμως για ποιο λόγο συνιστά ποίηση «της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι» και –από το άλλο άκρο- το «Μία Κυρία Ειρήνη Ανδρονίκου Ασσάν», ποτέ. Ούτε θα ήταν δυνατόν.
[. . .]
Θυμάμαι πόσο εξοργίστηκε κάποτε ο Αντρέ Μπρετόν όταν ένας ανόητος ανθολόγος έκρινε σκόπιμο να προσθέσει στο τέλος των ποιημάτων που είχε σταχυολογήσει, μερικά επεξηγηματικά σχόλια: «επαύριον χρυσσαλίδας με ένδυμα χορού» ίσον «πεταλούδα». «Μαστός κρυστάλλινος» ίσον «καράφα». «Όχι Κύριε» φώναζε «δεν ίσον τίποτε!» Κείνο πού ’χε να μας πει ο ποιητής, μας το είπε, να είσαστε βέβαιος. Και (προσθέτω εγώ) μας το είπε παρά ένα χιλιοστό από την τρέχουσα λογική. Τόση είναι στ’ αλήθεια η ελάχιστη απόσταση που δυσκολευόμαστε να διατρέξουμε.
[. . .]
Ο ποιητής μεταχειρίζεται τα περιουσιακά του στοιχεία κατά τρόπο λευκό, μη-προσοδοφόρο, ανεπίκαιρο αλλά και για τούτο απρόσβλητον. Δεν υπονομεύει κανείς τη συζυγία «σκυλόδοντα-καλοκαίρι» (Σεφέρης) μια που κανένα όφελος, κανέναν τόκο διδαχής ηθικής, δεν έχει να προσδοκά. Τώρα, εάν πίσω από το πλέγμα μιας τέτοιου είδους αφιλοκέρδειας διαγράφεται ίσια ίσια μια νέα ηθική που, αυτή, ξέρει να προσαρτά όλα όσα η παλαιή απωθούσε στη λεγόμενη Χώρα του Κακού, μια χώρα φανταστική μάλλον, ή, που, εάν υπάρχει, γι’ αυτήν βεβαιότατα δεν ευθύνεται «ο ηνιοχεύων την των κινουμένων πνοήν» είναι άλλο ζήτημα.
«Ο ηνιοχεύων την των κινουμένων πνοήν»... αλήθεια –εδώ πού πάει το «άρα»; Φοβούμαι στο Α του Κενταύρου. Και είναι άδικο. Δεν επιτρέπεται να παραμένει ο άνθρωπος πάνω σ’ αυτή τη γης με τα τέσσερα. Τα υλικά του αγαθά που αέναα εκμηδενίζονται «συν τη καταναλώσει» -και πώς να γίνει αλλιώς;- τον καταδικάζουν ουσιαστικά σε ισόβια: γραφείο-αυτοκίνητο-κρεβάτι-αποχωρητήριο-φέρετρο. Κι όμως, γι’ αυτά παθαίνεται και γι’ αυτά σκοτώνεται σ’ όλη του τη ζωή.
[. . .]
Ανδρέας Εμπειρίκος, Αμούρ – Αμούρ, Γραπτά ή προσωπική μυθολογία (1936-1946), εκδ. Άγρα 1980.
[. . .]
Και έτσι, ένας νέος κόσμος ανοίχθηκε μπροστά μου, σαν ξαφνικό λουλούδισμα θαυμάτων ανεξαντλήτων. Ένας κόσμος γύρω μου και εντός μου, ατελεύτητος και ακαταμέτρητος, ένας κόσμος αλήθεια μαγευτικός, του οποίου ο υπερρεαλισμός μας έδωσε μια για πάντα τα ολοφάνερα κλειδιά.
Και ιδού που μία φράσις γίνεται κορβέττα και με ούριον άνεμον αρμενίζει, καθώς νεφέλη που την προωθεί μαϊστράλι ή τραμουντάνα. Μία ανταύγεια ηχεί, μία σταγόνα πλημμυρίζει και μία φωνή ανθεί. Ένα παιδί στέκει ορθό σε ξέφωτο άλσους σιωπηλού και ακαριαίως μεγαλώνει μπροστά σε μια γυναίκα. Ένα φουστάνι γίνεται σέλας φωτεινό. Μία φωτογραφία ζει, έχει ολόκληρη δική της δράσι, συνυφασμένη με την ζωή του θεατή, όπως ένα φλουρί, ένα κρύσταλλο, ή ένα γάντι. Ιδού και μία εφημερίς, που γίνεται δάσος μυροβόλον, ή και υψίπεδον με χιονοσκεπείς κορδιλιέρες. Η ποίησις μεταγγίζεται στη ζωή και η ζωή στην ποίησι. Η συμμετοχή μας σε οιονδήποτε φαινόμενον η γεγονός, δεν αποκλείεται πια καθόλου. Ένα συναίσθημα, μία παρόρμησις, μία λέξις, μπορούν να γίνουν χειροπιαστές οντότητες, στιλπνά αντικείμενα με ζωή παλλόμενη και μορφή δική τους.
[. . .]
Οι εικόνες αυτές, μπορούν βεβαίως να έχουν ένα λογικό ή μη λογικό ειρμό, που να αποτελή, τρόπον τινά, ένα θέμα. Όμως, σε αυτό το θέμα, δεν αποκλείεται να παρεισφρύση και κάποιος άλλος ειρμός συσχετίσεως, που εκ πρώτης όψεως, να φαίνεται ξένο, ή παράσιτο στοιχείο, ενώ κατά βάθος είναι σχετικό. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, μπορεί να προκύψη ένα αμάγαλμα δύο ή περισσοτέρων εικόνων, που να αποτελή μία νέα σύνθεσι, ανάλογη με εκείνη που θα παρουσίαζε μία εικών θεατρικού έργου, εις την οποίαν θα εισήρχετο και θα ελάμβανε μέρος οργανικόν εις την εκτυλισσομένη δράσι, ένα πρόσωπο άλλου θεατρικού έργου, ή ένα άλλως πως ξένο πρόσωπο, π.χ. ο Οθέλλος στην σκηνή της δολοφονίας του Καίσαρος, ή εγώ στην σκηνή του μπαλκονιού, εις τον Ρωμαίο και την Ιουλιέττα. Τούτο δεν συμβαίνει συχνά εις την υπό τον έλεγχο της λογικής διατελούσα ποίησι ή τέχνη, συμβαίνει όμως συνεχώς, μέσα στα συναισθήματα, στα όνειρα, και στις φαντασιώσεις μας. Και θα συμβαίνη τούτο πάντοτε, όχι προς ζημίαν, όπως νομίζουν πολλοί, αλλά προς μέγιστον πλουτισμόν και όφελος της ποιήσεως και των τεχνών, κάθε φορά που ένας ποιητής ή καλλιτέχνης, θα δέχεται να χρησιμοποιήση ό,τι κατά βάθος αποτελεί αυτό τούτο το γίγνεσθαι και την υπόστασι, όχι μόνο της ποιήσεως, μα και της ζωής εν γένει.
Οδυσσέας Ελύτης, "Η μέθοδος του «Άρα»", περ. Ο Χάρτης, τχ. 21-23, Νοε. 1986.
Μπαίνοντας ο εικοστός αιώνας στο τελευταίο του τέταρτο, αισθάνομαι άστεγος και περιττός. Όλα είναι κατειλημμένα –ως και τ’ άστρα. Οι άνθρωποι έχουν απαλλαγεί από κάθε παιδεία όπως στην εποχή του Τσέγκις Χαν και δεν ερωτεύονται ούτε κατ’ ιδέαν. Πρωθυπουργοί συναλλάσσονται με προσωπιδοφόρους, ποικίλες ομάδες καταλαμβάνουν αεροπλάνα και συλλαμβάνουν ομήρους ενώ οι κολλεγιόπαιδες λύνουν εκπληκτικές εξισώσεις με μιαν ευκολία που είναι ν’ απορείς: συν, πλην, διά, επί –άρα. Το μυστικό στη ζωή αυτή, φαίνεται, δεν είναι αν είσαι δούλος ή όχι· καθόλου. Είναι να οδηγείσαι με συνέπεια σε κάποιο «άρα» και νά ‘χεις έτοιμη την απάντηση. Πολύ ωραία. Μπροστά όμως σε μια φράση ποιητική, για ποιο λόγο αυτό το «άρα» στομώνει;
Το μυαλό μας κάνει μαιάνδρους απίθανους προκειμένου στο μέλλον να σταδιοδρομήσει στα εργαστήρια, στους ηλεκτρονικούς εγκεφάλους, οπουδήποτε οσφραίνεται όφελος χειροπιαστό. Προκειμένου όμως να καταλήξει σε μια συνειδητοποίηση του είναι παραμένει στην πρώτη τάξη του Δημοτικού. Γιατί; «Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει» -άρα; Μηδέν ο μαθητής. «Ο ήλιος κυκλοδίωκτος ως αράχνη μ’ εδίπλωνεν» -άρα; Κενό.
Το τρανζίστορ μας ναι· αυτό ξέρουμε να το λύνουμε και να το επανασυνδέουμε στο άψε-σβήσε.
Όλα γίνεται να τα λύσεις και να τα επανασυνδέσεις εκτός από τα λόγια που έγραψε ο ποιητής. Κάποια βίδα στο τέλος θα σε μπερδέψει. Μήτε που θα εφαρμόζει πουθενά, μήτε που χωρίς αυτήν θα λειτουργεί το μηχάνημα. Και ο ίδιος ο ποιητής αν κληθεί να δοκιμάσει θ’ αποτύχει. Τον ακολουθούν οι προθέσεις του που, αυτές, ενόσω ακόμη έγραφε, τον είχαν εγκαταλείψει χωρίς να το καταλάβει, για ν’ αφήσουν τη θέση τους σε άλλες, δοσμένες άγνωστο από που και κλειδωμένες μέσα στο τελικό αποτέλεσμα με μιαν ευλογοφάνεια που κάνει και τον ίδιον ν’ απορεί. Την αδεξιότητά του, που εν τούτοις ευστόχησε, δεν μπορεί παρά να τη δικαιολογήσει με κάποιο ψέμα. Εκ των υστέρων, όλοι οι ποιητές εξηγώντας τα ποιήματά τους λένε ψέματα.
Όταν όμως ο αναγνώστης αδυνατεί και ο ποιητής επιφυλάσσεται, τι γίνεται; Το διδακτικό προσωπικό των Λυκείων και των Πανεπιστημίων είναι σε θέση να μας πληροφορήσει με πάσαν ακρίβεια ποιες και πόσες παραλλαγές από κάθε στίχο του Σολωμού υπάρχουν, όπως επίσης –και ακόμη καλύτερα- τι ήτανε η Σχολή του Αμμωνίου Σακκά. Να μας πει όμως για ποιο λόγο συνιστά ποίηση «της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι» και –από το άλλο άκρο- το «Μία Κυρία Ειρήνη Ανδρονίκου Ασσάν», ποτέ. Ούτε θα ήταν δυνατόν.
[. . .]
Θυμάμαι πόσο εξοργίστηκε κάποτε ο Αντρέ Μπρετόν όταν ένας ανόητος ανθολόγος έκρινε σκόπιμο να προσθέσει στο τέλος των ποιημάτων που είχε σταχυολογήσει, μερικά επεξηγηματικά σχόλια: «επαύριον χρυσσαλίδας με ένδυμα χορού» ίσον «πεταλούδα». «Μαστός κρυστάλλινος» ίσον «καράφα». «Όχι Κύριε» φώναζε «δεν ίσον τίποτε!» Κείνο πού ’χε να μας πει ο ποιητής, μας το είπε, να είσαστε βέβαιος. Και (προσθέτω εγώ) μας το είπε παρά ένα χιλιοστό από την τρέχουσα λογική. Τόση είναι στ’ αλήθεια η ελάχιστη απόσταση που δυσκολευόμαστε να διατρέξουμε.
[. . .]
Ο ποιητής μεταχειρίζεται τα περιουσιακά του στοιχεία κατά τρόπο λευκό, μη-προσοδοφόρο, ανεπίκαιρο αλλά και για τούτο απρόσβλητον. Δεν υπονομεύει κανείς τη συζυγία «σκυλόδοντα-καλοκαίρι» (Σεφέρης) μια που κανένα όφελος, κανέναν τόκο διδαχής ηθικής, δεν έχει να προσδοκά. Τώρα, εάν πίσω από το πλέγμα μιας τέτοιου είδους αφιλοκέρδειας διαγράφεται ίσια ίσια μια νέα ηθική που, αυτή, ξέρει να προσαρτά όλα όσα η παλαιή απωθούσε στη λεγόμενη Χώρα του Κακού, μια χώρα φανταστική μάλλον, ή, που, εάν υπάρχει, γι’ αυτήν βεβαιότατα δεν ευθύνεται «ο ηνιοχεύων την των κινουμένων πνοήν» είναι άλλο ζήτημα.
«Ο ηνιοχεύων την των κινουμένων πνοήν»... αλήθεια –εδώ πού πάει το «άρα»; Φοβούμαι στο Α του Κενταύρου. Και είναι άδικο. Δεν επιτρέπεται να παραμένει ο άνθρωπος πάνω σ’ αυτή τη γης με τα τέσσερα. Τα υλικά του αγαθά που αέναα εκμηδενίζονται «συν τη καταναλώσει» -και πώς να γίνει αλλιώς;- τον καταδικάζουν ουσιαστικά σε ισόβια: γραφείο-αυτοκίνητο-κρεβάτι-αποχωρητήριο-φέρετρο. Κι όμως, γι’ αυτά παθαίνεται και γι’ αυτά σκοτώνεται σ’ όλη του τη ζωή.
[. . .]
Ανδρέας Εμπειρίκος, Αμούρ – Αμούρ, Γραπτά ή προσωπική μυθολογία (1936-1946), εκδ. Άγρα 1980.
[. . .]
Και έτσι, ένας νέος κόσμος ανοίχθηκε μπροστά μου, σαν ξαφνικό λουλούδισμα θαυμάτων ανεξαντλήτων. Ένας κόσμος γύρω μου και εντός μου, ατελεύτητος και ακαταμέτρητος, ένας κόσμος αλήθεια μαγευτικός, του οποίου ο υπερρεαλισμός μας έδωσε μια για πάντα τα ολοφάνερα κλειδιά.
Και ιδού που μία φράσις γίνεται κορβέττα και με ούριον άνεμον αρμενίζει, καθώς νεφέλη που την προωθεί μαϊστράλι ή τραμουντάνα. Μία ανταύγεια ηχεί, μία σταγόνα πλημμυρίζει και μία φωνή ανθεί. Ένα παιδί στέκει ορθό σε ξέφωτο άλσους σιωπηλού και ακαριαίως μεγαλώνει μπροστά σε μια γυναίκα. Ένα φουστάνι γίνεται σέλας φωτεινό. Μία φωτογραφία ζει, έχει ολόκληρη δική της δράσι, συνυφασμένη με την ζωή του θεατή, όπως ένα φλουρί, ένα κρύσταλλο, ή ένα γάντι. Ιδού και μία εφημερίς, που γίνεται δάσος μυροβόλον, ή και υψίπεδον με χιονοσκεπείς κορδιλιέρες. Η ποίησις μεταγγίζεται στη ζωή και η ζωή στην ποίησι. Η συμμετοχή μας σε οιονδήποτε φαινόμενον η γεγονός, δεν αποκλείεται πια καθόλου. Ένα συναίσθημα, μία παρόρμησις, μία λέξις, μπορούν να γίνουν χειροπιαστές οντότητες, στιλπνά αντικείμενα με ζωή παλλόμενη και μορφή δική τους.
[. . .]
Οι εικόνες αυτές, μπορούν βεβαίως να έχουν ένα λογικό ή μη λογικό ειρμό, που να αποτελή, τρόπον τινά, ένα θέμα. Όμως, σε αυτό το θέμα, δεν αποκλείεται να παρεισφρύση και κάποιος άλλος ειρμός συσχετίσεως, που εκ πρώτης όψεως, να φαίνεται ξένο, ή παράσιτο στοιχείο, ενώ κατά βάθος είναι σχετικό. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, μπορεί να προκύψη ένα αμάγαλμα δύο ή περισσοτέρων εικόνων, που να αποτελή μία νέα σύνθεσι, ανάλογη με εκείνη που θα παρουσίαζε μία εικών θεατρικού έργου, εις την οποίαν θα εισήρχετο και θα ελάμβανε μέρος οργανικόν εις την εκτυλισσομένη δράσι, ένα πρόσωπο άλλου θεατρικού έργου, ή ένα άλλως πως ξένο πρόσωπο, π.χ. ο Οθέλλος στην σκηνή της δολοφονίας του Καίσαρος, ή εγώ στην σκηνή του μπαλκονιού, εις τον Ρωμαίο και την Ιουλιέττα. Τούτο δεν συμβαίνει συχνά εις την υπό τον έλεγχο της λογικής διατελούσα ποίησι ή τέχνη, συμβαίνει όμως συνεχώς, μέσα στα συναισθήματα, στα όνειρα, και στις φαντασιώσεις μας. Και θα συμβαίνη τούτο πάντοτε, όχι προς ζημίαν, όπως νομίζουν πολλοί, αλλά προς μέγιστον πλουτισμόν και όφελος της ποιήσεως και των τεχνών, κάθε φορά που ένας ποιητής ή καλλιτέχνης, θα δέχεται να χρησιμοποιήση ό,τι κατά βάθος αποτελεί αυτό τούτο το γίγνεσθαι και την υπόστασι, όχι μόνο της ποιήσεως, μα και της ζωής εν γένει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου