Και να που η Μεγαλοβδομάδα του Αιρετικού φτάνει στο τέλος της. Ημέρα της Λαμπρής σήμερα και διάλεξα να σας παρουσιάσω ένα από τα πιο παρεξηγημένα ποιήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Παρεξηγημένο γιατί στα σχολικά αναγνωστικά συνήθως περιλαμβάνονται οι τρεις πρώτες, ποιητικά άρτιες, στροφές αγνοώντας επιδεικτικά τη συνέχεια, που σώζεται σε σχεδιάσματα: Ο Λάμπρος του Διονυσίου Σολωμού.
Καθαρότατον ήλιο επρομηνούσε
της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι,
σύγνεφο, καταχνιά, δεν απερνούσε
τ’ ουρανού σε κανένα από τα μέρη·
και από κει κινημένο αργοφυσούσε
τόσο γλυκό στο πρόσωπο τ’ αέρι,
που λες και λέει μες στης καρδιάς τα φύλλα:
Γλυκιά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα.
Χριστός ανέστη! Νέοι, γέροι και κόρες,
όλοι, μικροί μεγάλοι, ετοιμαστήτε·
μέσα στες εκκλησίες τες δαφνοφόρες
με το φως της χαράς συμμαζωχτήτε·
ανοίξετε αγκαλιές ειρηνοφόρες
ομπροστά στους αγίους και φιληθήτε·
φιληθήτε γλυκά χείλη με χείλη,
πέστε Χριστός Ανέστη εχθροί και φίλοι.
Δάφνες εις κάθε πλάκα έχουν οι τάφοι,
και βρέφη ωραία στην αγκαλιά οι μανάδες·
γλυκόφωνα, κοιτώντας τες ζωγραφι-
σμένες εικόνες, ψάλλουνε οι ψαλτάδες·
λάμπει το ασήμι, λάμπει το χρυσάφι
από το φως που χύνουνε οι λαμπάδες·
κάθε πρόσωπο λάμπει απ’ τ’ αγιοκέρι
οπού κρατούνε οι χριστιανοί στο χέρι.
Κάποιος υποψιασμένος αναγνώστης ήδη θα πρόσεξε μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα χαράς και αγάπης κάποιες λέξεις-κλειδιά για το τι θα ακολουθήσει: θάνατος, φιλήματα, τάφοι, βρέφη. Η συνέχεια είναι ζοφερή, βυρωνική, γράφει ο Λίνος Πολίτης: «ο Λάμπρος είναι ένας μικρός Δον Ζουάν, ‘κακοήθης, αλλά μεγαλόψυχος’, η Μαρία, η κόρη που την απάτησε δεκαπέντε χρονών, σέρνει με εγκαρτέρηση την προσβεβλημένη τιμή της, τ’ αρσενικά παιδιά πεθαίνουν στο ορφανοτροφείο και βρικολακιάζουν, με την κόρη του έρχεται ο Λάμπρος χωρίς να το ξέρει σε αιμομιξία».
Σας παρουσιάζω εδώ τρία από τα δεκαέξι σχεδιάσματα, ενδεικτικά της νοσηρής ατμόσφαιρας:
10]
Αχ! Ποίος είδε τα χέρια να σηκώνη
η Παναγία, τα μάτια της να κλείση;
Αχ! Ποίος είδε το Πάσχα αίμα να ιδρώνη
ο Χριστός, και παντού να κοκκινίση;
Τι συμφορά την εκκλησιά πλακώνει,
οπού την ίδια μέρα είχε βροντήσει
από τόσες χαρές και ψαλμωδίες,
πού ’χε αντιλάμψει από φωτοχυσίες!
14]
«Κόλαση; την πιστεύω· είναι τη· αυξάνει,
κι όλη φλογοβολάει στα σωθικά μου.
Απόψε Κάποιος που ό,τι θέλει κάνει
μόστειλε από το μνήμα τα παιδιά μου.
Χωρίς να τη γνωρίζω εχθές μου βάνει
τη θυγατέρα αισχρά στην αγκαλιά μου.
Δε λείπει τώρα πάρεξ να χαλάση
τον Εαυτό του, γιατί μ’ έχει πλάσει».
16]
Έτσι ο φονιάς που κρίματα έχει πλήθια,
εάν φθάση να του κλείση ύπνος το μάτι,
βγαίνουν μαζί και του πατούν τα στήθια
οι κρυφά σκοτωμένοι, αίμα γιομάτοι.
Μεγαλόφωνα κράζοντας βοήθεια
γυμνός πετιέται οχ το ζεστό κρεβάτι
κι έχει τόση μαυρίλα ο λογισμός του,
που με μάτια ανοιχτά τους βλέπει ομπρός του.
Καθαρότατον ήλιο επρομηνούσε
της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι,
σύγνεφο, καταχνιά, δεν απερνούσε
τ’ ουρανού σε κανένα από τα μέρη·
και από κει κινημένο αργοφυσούσε
τόσο γλυκό στο πρόσωπο τ’ αέρι,
που λες και λέει μες στης καρδιάς τα φύλλα:
Γλυκιά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα.
Χριστός ανέστη! Νέοι, γέροι και κόρες,
όλοι, μικροί μεγάλοι, ετοιμαστήτε·
μέσα στες εκκλησίες τες δαφνοφόρες
με το φως της χαράς συμμαζωχτήτε·
ανοίξετε αγκαλιές ειρηνοφόρες
ομπροστά στους αγίους και φιληθήτε·
φιληθήτε γλυκά χείλη με χείλη,
πέστε Χριστός Ανέστη εχθροί και φίλοι.
Δάφνες εις κάθε πλάκα έχουν οι τάφοι,
και βρέφη ωραία στην αγκαλιά οι μανάδες·
γλυκόφωνα, κοιτώντας τες ζωγραφι-
σμένες εικόνες, ψάλλουνε οι ψαλτάδες·
λάμπει το ασήμι, λάμπει το χρυσάφι
από το φως που χύνουνε οι λαμπάδες·
κάθε πρόσωπο λάμπει απ’ τ’ αγιοκέρι
οπού κρατούνε οι χριστιανοί στο χέρι.
Κάποιος υποψιασμένος αναγνώστης ήδη θα πρόσεξε μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα χαράς και αγάπης κάποιες λέξεις-κλειδιά για το τι θα ακολουθήσει: θάνατος, φιλήματα, τάφοι, βρέφη. Η συνέχεια είναι ζοφερή, βυρωνική, γράφει ο Λίνος Πολίτης: «ο Λάμπρος είναι ένας μικρός Δον Ζουάν, ‘κακοήθης, αλλά μεγαλόψυχος’, η Μαρία, η κόρη που την απάτησε δεκαπέντε χρονών, σέρνει με εγκαρτέρηση την προσβεβλημένη τιμή της, τ’ αρσενικά παιδιά πεθαίνουν στο ορφανοτροφείο και βρικολακιάζουν, με την κόρη του έρχεται ο Λάμπρος χωρίς να το ξέρει σε αιμομιξία».
Σας παρουσιάζω εδώ τρία από τα δεκαέξι σχεδιάσματα, ενδεικτικά της νοσηρής ατμόσφαιρας:
10]
Αχ! Ποίος είδε τα χέρια να σηκώνη
η Παναγία, τα μάτια της να κλείση;
Αχ! Ποίος είδε το Πάσχα αίμα να ιδρώνη
ο Χριστός, και παντού να κοκκινίση;
Τι συμφορά την εκκλησιά πλακώνει,
οπού την ίδια μέρα είχε βροντήσει
από τόσες χαρές και ψαλμωδίες,
πού ’χε αντιλάμψει από φωτοχυσίες!
14]
«Κόλαση; την πιστεύω· είναι τη· αυξάνει,
κι όλη φλογοβολάει στα σωθικά μου.
Απόψε Κάποιος που ό,τι θέλει κάνει
μόστειλε από το μνήμα τα παιδιά μου.
Χωρίς να τη γνωρίζω εχθές μου βάνει
τη θυγατέρα αισχρά στην αγκαλιά μου.
Δε λείπει τώρα πάρεξ να χαλάση
τον Εαυτό του, γιατί μ’ έχει πλάσει».
16]
Έτσι ο φονιάς που κρίματα έχει πλήθια,
εάν φθάση να του κλείση ύπνος το μάτι,
βγαίνουν μαζί και του πατούν τα στήθια
οι κρυφά σκοτωμένοι, αίμα γιομάτοι.
Μεγαλόφωνα κράζοντας βοήθεια
γυμνός πετιέται οχ το ζεστό κρεβάτι
κι έχει τόση μαυρίλα ο λογισμός του,
που με μάτια ανοιχτά τους βλέπει ομπρός του.
Σε αντίθεση λοιπόν με τον "όμορφο κόσμο, ηθικό, αγγελικά πλασμένο" που αφήνουν να φανεί οι τρεις πρώτες στροφές, η συνέχεια του ποιήματος αποκαλύπτει ότι ο παράδεισος είναι συνυφασμένος με την κόλαση, το καλό μοιάζει τόσο με το κακό που είναι σχεδόν αδύνατο να τα ξεχωρίσεις και η διαχωριστική γραμμή που σηματοδοτεί το Πάσχα ανάμεσα στον παλιό και τον καινούριο άνθρωπο είναι ανυπόστατη, αφελής και παραπλανητική. Ο άνθρωπος είναι και καλός και κακός ταυτόχρονα και κάθε πράξη του μπορεί να διαβαστεί και με τους δυο τρόπους. Προς αυτή την κατεύθυνση κινείται και ο Εσπερινός της αγάπης, με τον οποίο επανέρχομαι το απόγευμα κλείνοντας τη Μεγαλοβδομάδα του Αιρετικού.
2 σχόλια:
... καλημέρα ...
... ζητώ την άδεια για "ξεπατικούρα" της εγγραφής σου ...
... είναι ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΗ ...
... έρρωσο ...
(Υ.Γ.: εάν δεν μου απαντήσεις σε εύλογο χρόνο, επαναστατικώ δικαίω πλέον, κάνω ανάρτηση και πήγαινέ με στα αστικά δικαστήρια να βρεις το δίκιο σου) ...
Ελεύθερα, Σταύρο μου. Κάνε ό,τι θες...
Δημοσίευση σχολίου