Παρασκευή 2 Απριλίου 2010

Η αιρετική Ακολουθία των Ωρών

Εκ της κατά Vincent Cook Ιστορίας του επικουρισμού το ανάγνωσμα (όπως παραδίδεται στο βιβλίο Επίκουρος. Αναγνωστικό της επικούρειας φιλοσοφίας και τέχνης του ζην, εκδ. Θύραθεν, Θεσσαλονίκη 2000)

Ώρα α΄
ΤΩ ΚΑΙΡΩ ΕΚΕΙΝΩ ο Σελευκίδης μονάρχης Αντίοχος ο Επιφανής είχε ξεκινήσει εκστρατεία ενάντια στην Αίγυπτο σε μια προσπάθεια να κυριέψει τους αντιπάλους του Πτολεμαίους. Η Ιουδαία είχε την ατυχία να βρίσκεται ανάμεσα στη σελευκιδική Συρία και την πτολεμαϊκή Αίγυπτο, και οι Ιουδαίοι είχαν διαιρεθεί σε φιλοπτολεμαϊκούς και φιλοσελευκιδείς. Την ίδια εποχή, το ιερατείο των Σαδδουκαίων (δηλαδή των απογόνων του Σαδώκ, αρχιερέα της εποχής του Δαβίδ και του Σολομώντα) ήταν βαθειά επηρεασμένο από τον ελληνικό πολιτισμό και ενστερνιζόταν δόγματα που αψηφούσαν τη συντηρητική προφορική παράδοση, ενώ απέρριπτε δεισιδαιμονίες του συρμού και προπάντων την πίστη στην ανάσταση των νεκρών σωμάτων. Την εποχή εκείνη της εκστρατείας του Αντίοχου, ο αρχιερέας των Σαδδουκαίων ήταν ένθερμος υποστηρικτής των Πτολεμαίων. Ο Αντίοχος, θέλοντας να εξασφαλίσει τα νώτα του στην Ιουδαία και να δημιουργήσει μια αυτοκρατορία πιο ενοποιημένη πολιτιστικά, απομάκρυνε τον Σαδδουκαίο αρχιερέα και ίδρυσε ένα ελληνικό Γυμνάσιο στην Ιερουσαλήμ.

ΤΩ ΚΑΙΡΩ ΕΚΕΙΝΩ η πολιτική του Αντίοχου προκάλεσε ισχυρή εθνικιστική αντίδραση, που ξέσπασε βίαια μόλις έφτασαν ως την Ιουδαία φήμες για το θάνατο του μονάρχη. Μολονότι οι φήμες ήταν ψευδείς, αυτό δεν εμπόδισε την επιτυχία της εξέγερσης –υπό την ηγεσία του Ιούδα Μακκαβαίου- κατά των Σελευκιδών. Η κατάσταση στο ιουδαϊκό ιερατείο ήταν μάλλον εύθραστη, απ’ όταν σταθεροποίησαν την εξουσία τους οι Μακκαβαίοι. Το κύρος και η νομιμότητα των Σαδδουκαίων είχε υπονομευτεί από τις φιλελληνικές τους τάσεις και τις στενές σχέσεις με την πτολεμαϊκή μοναρχία. Η παράταξη των σχισματικών (των Φαρισαίων) δεν επέτρεψε στους Σαδδουκαίους να ανακτήσουν τον έλεγχο του ναού της Ιερουσαλήμ, και οι Σαδδουκαίοι ίδρυσαν έναν αντίπαλο ναό στην αιγυπτιακή Λεοντόπολη. Λίγα χρόνια μετά, οι Φαρισαίοι είχαν πια σταθεροποιήσει τις θέσεις τους στα υψηλά κλιμάκια της ιεραρχίας –θέσεις που κράτησαν μέχρι τη ρωμαϊκή κατάκτηση.

Ώρα γ΄
ΤΩ ΚΑΙΡΩ ΕΚΕΙΝΩ τα πράγματα μπλέχτηκαν πολύ από το γεγονός ότι άρχισε να αμφισβητείται ανοιχτά η νομιμότητα των Φαρισαίων, επειδή ο αρχιερέας τους δεν ήταν απόγονος του Σαδώκ. Άλλες θρησκευτικές φατρίες είχαν βγει στο προσκήνιο κατά την ύστερη Ασμοναϊκή περίοδο (δηλαδή, στα τέλη του 1ου αι. π.Χ.), που αμφισβητούσαν συλλήβδην Φαρισαίους, Σαδδουκαίους και Σαμαρίτες (μια παραφυάδα του ιαουδαϊσμού, της οποίας οι πιστοί ήδη από τον 4ο αι. είχαν ιδρύσει δικό τους λατρευτικό κέντρο στην πόλη Ναμπλούς, στους πρόποδες του όρους Γκεριζίμ). Οι νέες φατρίες αμφισβητούσαν την αναγκαιότητα του λατρευτικού τύπου του Ναού και την αυθεντία του ιερατείου. Μια από τις ομάδες αυτές ήταν οι αυτοαποκαλούμενοι τηρητές (ναζαρίμ) –δηλαδή, «διατηρητές» της θείας σοφίας. Αυτοί οι ναζαρίμ ή ναζαρηνοί, δίδασκαν ότι η ενάρετη στάση προς τον συνάνθρωπο, παράλληλα με τελετές βαπτίσεων και χρίσεων και ευχαριστιακές τελετές προς τιμήν των νεκρών, αρκούσαν ώστε να συγκαταλεχθεί κανείς στους ανθρώπους του θεού, και ότι περίττευαν οι παραδοσιακές τελετές του Ναού. Μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση, οι ναζαρηνές λατρευτικές σέχτες βρέθηκαν στο επίκεντρο της αντίστασης κατά των Ρωμαίων, καθώς και οι Φαρισαίοι και οι Σαδδουκαίοι είχαν επιστρατευτεί στην υπηρεσία της μοναρχίας του Ηρώδη, που είχαν εγκαταστήσει οι κατακτητές. Η ιστορική σπουδαιότητα όλων αυτών των περιπλοκών της αρχαίας ιουδαϊκής πολιτικής, έγκειται στο ότι οι Φαρισαίοι είναι οι προπάτορες του σύγχρονου ραββινικού ιουδαϊσμού, ενώ από το ναζαρηνό κίνημα ξεπήδησαν δύο θρησκείες που επέζησαν μέχρι σήμερα, ο μανδαϊσμός και ο χριστιανισμός. Η ίδρυσή των δύο αυτών ναζαρηνών θρησκειών ανάγεται στον Ιωάννη Βαπτιστή και στον Ιησού αντίστοιχα.

Ώρα Ϛ΄
ΤΩ ΚΑΙΡΩ ΕΚΕΙΝΩ ο Ιησούς υπήρξε ένας μανδαίος φυγάς που ισχυριζόταν ότι καταγόταν από το βασιλικό οίκο του Δαβίδ και ότι αυτός ήταν ο χρισμένος (ο «μεσσίας» ή «χριστός») βασιλέας που σύμφωνα με τις ιουδαϊκές προφητείες θα κυρίευε τον κόσμο. Υπάρχουν επίσης ενδείξεις ότι ο Ιησούς ισχυριζόταν ότι ενσάρκωνε τη σοφία της ζωής την οποία οι μανδαίοι ταύτιζαν με τον θεό. Οι πολιτικές βλέψεις του Ιησού ματαιώθηκαν σε μια κρίσιμη στιγμή της σταδιοδρομίας του, όταν μπήκε στην Ιερουσαλήμ με σκοπό να προετοιμάσει ένα χτύπημα ενάντια στους Ηρωδιανούς, για να προδοθεί εν τέλει από έναν οπαδό του. Ο Ιησούς συνελήφθη και σταυρώθηκε, όμως προς κατάπληξη των ρωμαϊκών αρχών, επέζησε της σταύρωσης (πιθανόν χάρη σε εσκεμμένη ολιγωρία του στρατιωτικού διοικητή που ήταν αρμόδιος για τη σταύρωση). Μετά τη «νεκρανάστασή» του, τον είδαν να εγκαταλείπει τον τάφο, με τη βοήθεια δύο Ναζαρηνών. Ενώ διαδιδόταν η καταπληκτική είδηση ότι ο Ιησούς ξαναζωντάνεψε, ο αδελφός του Ιάκωβος ανακοίνωσε ότι ο Ιησούς αναστήθηκε χάρη σε θαύμα και ότι ο ίδιος είχε οριστεί από τον Ιησού ως αναπληρωτής του, ως ο «επίσκοπος των επισκόπων» που θα καθοδηγούσε τους ναζαρηνούς μέχρι την επιστροφή του Ιησού (που υποτίθεται ότι θα επέστρεφε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα). Η διεκδίκηση της ηγεσίας από τον Ιάκωβο έγινε αποδεκτή από τους περισσότερους νεοφώτιστους ναζαρηνούς, καθώς ήταν ο φυσικός διάδοχος του Ιησού, ο δεύτερος κατά σειρά προορισμένος να αναλάβει τη βασιλεία των Ιουδαίων. Εν τω μεταξύ, ο Ιησούς κατέφυγε στη Συρία και από κει εγκατέλειψε τη ρωμαϊκή επικράτεια φεύγοντας ανατολικά, όπου συνέχισε τη διδασκαλία και τις δραστηριότητές του για πολλές δεκαετίες, στο Ιράν και το Κασμίρ. Ο τάφος του Ιησού βρίσκεται στο Σριναγκάρ, την πρωτεύουσα του Κασμίρ.

Ώρα θ΄
ΤΩ ΚΑΙΡΩ ΕΚΕΙΝΩ στην Ιερουσαλήμ, η ομάδα του Ιακώβου διαλύθηκε μετά την εκτέλεσή του και τη φυγή των οπαδών του από την Ιουδαία –πριν την καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τους Ρωμαίους, το 70 μ.Χ.- και την από πλευράς των Ρωμαίων συστηματική εξόντωση των οικογενειών όλων των διεκδικητών του τίτλου του μεσσία. Την ίδια εποχή, ένας ιεραπόστολος ονόματι Σαούλ εκ Ταρσού (γνωστός με το εκλατινισμένο όνομα Παύλος), κήρυττε μία ηπιότερη, λιγότερο μαχητική μορφή χριστιανισμού, σε διάφορες πόλεις της Μ. Ασίας, της Ελλάδας και της Ιταλίας. Αντί να δίνει έμφαση στο μεσσιανικό ρόλο του Ιησού ως Ιουδαίου βασιλιά/κατακτητή του κόσμου, ο Σαούλ ισχυριζόταν ότι ο Ιησούς ήταν ένας ημίθεος θαυματοποιός, γιος του παραδοσιακού θεού των Ιουδαίων, που είχε έρθει για να λυτρώσει ολόκληρη την ανθρωπότητα και όχι μόνο τους Ιουδαίους. Με τον τρόπο αυτό, ο χριστιανισμός θα γινόταν αποδεκτός από τους μη ιουδαϊκούς πληθυσμούς που ούτως ή άλλως δεν είχαν λόγο να δείξουν αφοσίωση σε έναν Εβραίο μεσσία. Σε αντίθεση με την εκκλησία του Ιακώβ, οι εκκλησίες που ιδρύθηκαν από τον Σαούλ ισχυρίζονταν ότι ένας από τους συνεργάτες του Σαούλ είχε οριστεί από τον Ιησού ως ο ανώτατος ηγέτης, και ότι ο Ιησούς δεν ήταν απλώς ένας θνητός απόγονος του Δαβίδ, αλλά ένας αθάνατος που μετά την ανάστασή του ανέβηκε στους ουρανούς.

Δεν υπάρχουν σχόλια: