Συγκρίνοντας το πρώτο κείμενο που
ανάρτησα Πρωτοχρονιά –απόσπασμα από το Πεθαίνω
σα χώρα του Δημήτρη Δημητριάδη- με το φετινό, σκέφτομαι πόση απόσταση έχω
διανύσει από την πλήρη άρνηση –γκρινιάρη και σπασίκλα μ’ έλεγαν οι φίλοι μου-
μέχρι την αισιοδοξία που έχω αποκτήσει, και που ολοένα μεγαλώνει, για την τύχη
αυτής της χώρας. Θα μου πείτε, είσαι τώρα αισιόδοξος, που οι περισσότεροι
Έλληνες έπεσαν σε κατάθλιψη; Ε, ναι. Αυτή είναι η διαφορά μας. Γιατί δεν ήμουν
καθόλου αισιόδοξος τον καιρό της ευμάρειας και της ευδαιμονίας, τον καιρό του
αμίμητου «ισχυρή Ελλάδα», αλλά αισιοδοξώ τώρα που έσκασε αυτή η φούσκα, που
έσπασε αυτή η βιτρίνα, και μπορούμε να δούμε την κακομοιριά μας κατάματα, που
παντα είχαμε, αλλά δεν τη βλέπαμε. Και το να είσαι κακομοίρης και να πιστεύεις
ότι είσαι ευδαίμων -είναι το χειρότερο που μπορεί να συμβεί σ’ ενα άνθρωπο, σ’
ένα λαό, σε μια χώρα. Τώρα λοιπόν που καταλάβαμε το τι πραγματικά είμαστε,
μπορούμε να αισιοδοξούμε, να επιδιώκουμε έναν καλύτερο εαυτό, να ονειρευόμαστε
μια καλύτερη χώρα σαν κι αυτή που ζούσε ο Αίλιος Αριστείδης τον 2ο
αι. μ.Χ.
Θέλω να μεταφέρω τις θερμότερες
ευχές μου στην ελληνική κυβέρνηση, ώστε να επιτύχει στο έργο της... -αρκεί
βέβαια να μείνει προσηλωμένη στους στόχους της και τις δεσμεύσεις της και να
πάψουν οι υπουργοί της να λειτουργούν σαν νταβατζήδες προσφέροντας προστασία σε
συγγενείς και φίλους τους με σκοπό τη φοροδιαφυγή!
Ρώμης εγκώμιον
(...) Έμελλε να ανακαλύψετε και
να τελειοποιήσετε εσείς, αυτό που δεν μπόρεσαν να συλλάβουν όλοι οι
προηγούμενοι. Και τούτο δεν είναι άξιο απορίας. Όπως σε κάθε τομέα έρχεται η
τέχνη γα να επεξεργαστεί την ακατέργαστη ύλη, έτσι κι όταν γεννιέται μια
απέραντη αυτοκρατορία αξεπέραστης δύναμης, δημιουργείται η τέχνη της
διακυβέρνησης για να την στηρίξει, και η μία ενισχύει την άλλη. Γιατί η
μεγαλοσύνη μιας αυτοκρατορίας συσσωρεύει τεράστια αποθέματα εμπειρίας ενώ
ταυτοχρόνως μία εξουσία αναπτύσσεται ορθά και φυσιολογικά μέσα από την γνώση
της καλής διοίκησης. Δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψουν το θαυμασμό για το
μοναδικό μεγαλείο του τρόπου που οι πολιτικοί σας συνέλαβαν το ιδεώδες της
διακυβέρνησης. Τους κατοίκους της αυτοκρατορίας σας –και λέγοντας αυτοκρατορία,
εννοώ όλη την οικουμένη-, τους χώρισαν σε δύο καητηγορίες: τους καλύτερους,
τους πιο καλλιεργημένους και ευγενείς και άξιους, όπου και να βρίσκονται και
δίχως εξαιρέσεις, τους χρίσατε ισότιμους μ’ εσάς πολίτες ή, καλύτερα,
συμπατριώτες∙ στους υπόλοιπους επιφυλάξατε το ρόλο του υπηκόου. Μήτε η θάλασσα
μήτε οι αχανείς εκτάσεις που παρεμβάλλονται δεν εμποδίζουν να έχει κανείς την
ιδιότητα του πολίτη. Εδώ δεν υπάρχει διαχωρισμός Ασιατών και Ευρωπαίων. Τα
πάντα είναι ανοιχτά και κοινά για τους πάντες. Δεν λογαριάζεται για ξένος
όποιος είναι ικανός να ασχοληθεί με τη διοίκηση και είναι άξιος εμπιστοσύνης.
Καθιερώσατε τη δημοκρατία σε ολόκληρη τη γη, μια δημοκρατία που λειτουργεί υπό
την άριστη καθοδήγηση και κοσμητεία ενός ηγέτη∙ και οι πάντες συναντιούνται σε
μια κοινή αγορά θαρρείς, για να λάβει ο καθείς ό,τι του αξίζει. Ό,τι είναι μια
πόλη κράτος για τα σύνορα και τα εδάφη της, είναι η Ρώμη για την οικουμένη όλη,
καθώς αναδείχτηκε σε κοινό άστυ όλων (...) Σαν μεγάλος λαός που είστε, δώσατε
στην πόλη σας μέγιστες διαστάσεις. Θα μπορούσατε να φανείτε αλαζόνες και να
κάνετε την πόλη απρόσιτη και ζηλευτή, αρνούμενοι να μοιραστείτε τα προνόμιά της
με άλλους. Όμως εσείς αναζητήσατε πλήρωμα αντάξιό της, και τ’ όνομα «Ρωμαίος» το
κάνατε όνομα ενός ολόκληρου γένους ανθρώπων και όχι του κατοίκου μιας πόλης.(...)
(...) Σαν σε πανηγύρι, η
οικουμένη όλη έχει πετάξει πια από πάνω της την παλιά σιδερένια φορεσιά, και
ελεύθερη στρέφεται στις χαρούμενες απολαύσεις και στον πολιτισμό. Οι πόλεις
ξέχασαν τις παλιές τους διαμάχες, και μόνο μία αντιζηλία έχει απομείνει: ποια
θα είναι η πιο ευχάριστη και η πιο όμορφη. Παντού βλέπεις γυμναστήρια, κρήνες,
προπύλαια, ναούς, εργαστήρια, δασκάλους και σχολειά∙ θα μπορούσε κανείς,
χρησιμοποιώντας ιατρική ορολογία, να πει ότι η οικουμένη, άρρωστη από γεννησιμιού
της, τώρα πια βρήκε την υγειά της. Τα δώρα σου είναι αστείρευτο ποτάμι που κυλά
σ’ όλες τις πόλεις, κι είναι αδύνατο να βρεις έναν τόπο πιο ευνοημένο από
άλλον, γιατί η γενναιοδωρία σου μοιράζεται ακριβοδίκαια σε όλους. Οι πόλεις
λάμπουν από ομορφιά και χάρη, κι η γης είναι στολισμένη σαν βασιλικός κήπος. Οι
καπνοί των μαχών στις πεδιάδες κι οι πυρσοί του πολέμου, σαν να τους φύσηξε ο
δυνατός αέρας, σκόρπισαν πέρα από στεριά και θάλασσα, κι αντί γι’ αυτά βλέπεις
μιαν ανείπωτη ομορφιά, βλέπεις αμέτρητους αθλητικούς αγώνες και παιδιές, και
γιορτές που δεν σταματούν ποτέ –θαρρείς και οι γιορτές είναι το άσβεστο ιερό πυρ
που μεταφέρεται πότε εδώ και πότε εκεί και πάντα κάπου ανάβει, κι οι άνθρωποι
το τιμούν με αξιωσύνη. Μόνοι αξιολύπητοι είναι όσοι ζουν έξω από την επικράτειά
σας, όπου κι αν βρίσκονται, και στερούνται τέτοια αγαθά. Και κείνο που άκουγες
να το λεν οι πάντες, ότι η γη είναι μάνα και κοινή πατρίδα όλων, το
επαληθεύσατε εσείς με τον καλύτερο τρόπο. Σήμερα Έλληνες και βάρβαροι μπορούν
ελεύθερα να ταξιδέψουν όπου θέλουν, με χέρια άδεια είτε γεμάτα, από τόπο σε
τόπο και πάντα να θαρρούν πως βρίσκονται σε πάτριο έδαφος: τις πύλες της
Κιλικίας δεν τις φοβάται πια κανείς, μήτε τα στενά περάσματα από την Αραβία
στην Αίγυπτο∙ κανείς δεν έχει να φοβηθεί άγριες φυλές, δύσβατα βουνά, φαρδιά
ποτάμια. Αρκεί να είναι κανείς Ρωμαίος ή υπήκοός σας, και θα νιώσει ασφαλής. Τα
λόγια του Ομήρου, «γαῖα δ’ ἔτι ξυνὴ
πάντων», τα κάνατε πραγματικότητα, γιατί κατανείματε τον κόσμο ολόκληρο, δαμάσατε
τα ποτάμια χτίζοντας αμέτρητες γέφυρες, ανοίξατε δρόμους αμαξιτούς μέσα από τα
βουνά, γεμίσατε την έρημο με σταθμούς και φυλάκια και εξημερώσατε τον κόσμο όλο
με τάξη και μέθοδο. (...)
μετάφραση: Γιάννης Αβραμίδης, από
το βιβλίο του Sir Richard Livingstone,
Η Αποστολή της Ελλάδας, Θύραθεν εκδόσεις
2001.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου