Σάββατο 1 Ιανουαρίου 2011

O νέος ε(νι)αυτός: Χαρούμενος κι ευτυχισμένος!

Ξημέρωμα μιας μέρας που ακολουθεί μια νύχτα κρίσης όπου τα πάνω ήρθαν κάτω. Τη νέα μέρα η ζωή ξαναπαίρνει τον κανονικό της ρυθμό αλλά η διάθεση έχει αλλάξει∙ η αυτογνωσία έχει κερδηθεί. Το κείμενο που ακολουθεί –το τέλος από τον Φιλόξενο Καρδινάλιο του Ε.Χ.Γονατά (εκδ. στιγμή 1987)- περιγράφει τη χαρά της κερδισμένης αυτογνωσίας.




Εγώ που δεν έχω πουλιά φυλακισμένα σε κλουβιά (ένα κλουβί της μάνας μου σαπίζει στην αποθήκη), ξυπνάω καμιά φορά από ‘να σιγανό κελάιδισμα.

Ε.Χ.Γ.



...«Έλα να πιούμε ένα τελευταίο ποτήρι!».

Τσουγκρίσαμε τα ποτήρια μας.

«Με τη συζήτηση δεν πήραμε είδηση ότι ξημέρωσε. Ακούς τα κοκόρια; Από ώρα λαλούνε. Και η λάμψη των φωτιστικών μες στο δωμάτιο ξεθώριασε», είπε ο Μεμές.

Πήγε στο παράθυρο κι άνοιξε τα παντζούρια. Ο ήλιος έβγαινε πίσω απ’ το βουνό. Ο αγέρας είχε πέσει εντελώς.

«Ώρα να πηγαίνω. Είναι έξι και μισή», είπα, κοιτάζοντας το ρολόι του τοίχου.

«Κι εγώ θά ‘πρεπε να βάλω σε κάποια τάξη τα πράγματά μου. Σήμερα δε θα βγω για κυνήγι».

«Για μια τελευταία μέρα, λοιπόν, τα πουλιά ας πετάξουν άφοβα κι ελεύθερα στους κάμπους και τα βουνά! Θα τα ξαναπούμε σύντομα, πολύ σύντομα, καλέ μου φίλε», του είπα.

Αγκαλιαστήκαμε άλλη μια φορά, προχώρησα στην πόρτα, τον ξαναχαιρέτησα και βγήκα.

Στο κεφάλι μου οι σκέψεις βούιζαν σαν μελίσσι.

«Τι βραδιά πάλι κι αυτή! Τι παράξενη που είναι η ζωή! Πόσες ιδιοτροπίες της τύχης! Τι καταπληκτικές συγκυρίες! Κι εγώ που δεν πίστευα στις συμπτώσεις!», μουρμούριζα καθώς αργοβάδιζα, σαν υπνωτισμένος. Στα μισά του διαδρόμου έπεσα πάνω στον Θεοφάνη. Ήταν φρεσκοξυρισμένος και φαινόταν ξεκούραστος και ευδιάθετος.

«Ερχόμουν να σας βρω. Να σας ειδοποιήσω ότι έχετε αργήσει. Είναι περασμένες έξι», μου είπε.

«Σ’ ευχαριστώ. Δεν νομίζω όμως ότι έχω δυνάμεις για τίποτα, σήμερα. Λέω να τα παρατήσω όλα. Στο διάβολο οι δουλειές. Χρειάζομαι ξεκούραση. Πάω στο δωμάτιό μου».

«Όχι από κει, από δω σας παρακαλώ».

Με τράβηξε απ’ το χέρι κι έσπρωξε την τέταρτη πόρτα δεξιά, που είχε τον αριθμό εφτά, λίγα βήματα από την πόρτα του Μεμέ.

Μπαίνοντας τά ‘χασα. Το δωμάτιο ήταν απαράλλαχτο μ’ εκείνο από το οποίο πριν ένα λεπτό είχα βγει. Η ίδια επίπλωση, το τραπέζι, η βαθειά αναπαυτική πολυθρόνα με τη βυσσινιά στόφα, το πολύφωτο, το αναμμένο τζάκι, η κανάτα με το επάργυρο επιστόμιο, το ρολόι στον τοίχο, το διπλό δρύινο κρεβάτι. Αν δεν έλειπαν τα σύνεργα του κυνηγιού, θά ‘λεγα πως βρισκόμουν ακόμη στο δωμάτιο του Μεμέ. Τα πράγματά μου ήταν όλα τακτοποιημένα στη θέση τους, κι η Ευνίκη, μ’ ένα φρεσκοσιδερωμένο φόρεμα, στρουμπουλή και ξεμανίκωτη, με υποδέχτηκε γελαστή, βγαίνοντας πίσω από την πόρτα όπου ήταν κρυμμένη, κρατώντας ένα δίσκο. Μυρωδιά φρέσκου, αχνιστού καφέ μού ‘ρθε στα ρουθούνια και μ’ αναζωογόνησε.

«Καλώς ορίσατε, κύριε Αγάθη», μου είπε, καθώς ακουμπούσε το δίσκο στο τραπέζι. «Σας έχω τα κουλουράκια που σας αρέσουν, κατσικίσιο γάλα, τυρί και δύο αυγά βραστά».

«Ευνίκη, είσαι άγγελος! Έλα να σε φιλήσω», είπα ενθουσιασμένος, και την αγκάλιασα. «Με συγχωρείς για τα χάλια μου. Ακόμη τριγυρίζω με τη νυχτικιά. Ο σύζυγός σου παρ’ ολίγο να με ξεκάνει χθες βράδυ».

Ρούφηξα με απόλαυση μια γουλιά από τον μυρωδάτο καφέ.

«Τα ξέρω. Μου τα διηγήθηκε όλα με το νι και με το σίγμα. Τι να τον κάνω; Τα χάνει με την παραμικρή δυσκολία, πελαγώνει με την πρώτη αναποδιά. Η αλήθεια είναι πως δεν περάσαμε και μικρή στενοχώρια. Τι λαχτάρα κι αυτή, Παναγιά μου! Δεν έχω πολλή ώρα που γύρισα, κατάφερα όμως να κάνω αρκετές δουλειές».

«Και δε σου φαίνεται. Εσύ είσαι –αν μου το επιτρέπει ο Θεοφάνης- πιο δροσερή κι από πρωινό τριαντάφυλλο».

« “Η ψυχική ευχαρίστηση είναι το παν”, κύριε Αγάθη, έλεγε η μακαρίτισσα η μάνα μου. “Κάνε το καθήκον σου και ποτέ δε θα υποφέρεις”. Όλα πια τελείωσαν, τώρα. Όλα τακτοποιήθηκαν. Θα μπουν όλα πάλι στον κανονικό τους ρυθμό».

«Ο Θεοφάνης μου ανάφερε πως είχες πάει στη Χώρα για κάτι δυσάρεστο», είπα, αποφεύγοντας να μιλήσω για το πουλί.

«Φάτε το πρωινό σας κι ελάτε ύστερα∙ ανυπομονώ κάτι να σας δείξω», απάντησε και πήγε να φύγει.

«Δεν πεινάω. Ο καφές σου με στύλωσε. Μπορούμε να πάμε αμέσως».

Βγήκαμε και οι τρεις μας∙ μπροστά η Ευνίκη κι από πίσω της ο Θεοφάνης κι εγώ. Διασχίσαμε πάλι το διάδρομο και σταματήσαμε μπροστά στην ανθοστήλη.

Ήμουν προετοιμασμένος ν’ αντιμετωπίσω το μακάβριο θέαμα, κι είχα αρχίσει μάλιστα να παίρνω και το ανάλογο λυπημένο ύφος. Το κλουβί ήταν πάντα στη θέση του, αλλά το πορτάκι του κλειστό και μέσα πηγαινοερχόταν φτερουγίζοντας και σιγοκελαϊδώντας ένα υπέροχο πουλί, ίδιο μ’ εκείνο ακριβώς που μου είχε περιγράψει, με κάθε λεπτομέρεια, ο Θεοφάνης.

«Μα αυτό δεν είναι μπαλσαμωμένο. Ή μήπως με γελούν τα μάτια και τ’ αυτιά μου; Αυτό χοροπηδάει, σφυρίζει!».

«Είναι ένας ζωηρός, ολοζώντανος καρδινάλιος», είπε η Ευνίκη.

«Μη μου πεις ότι νεκραναστήθηκε; Ε, όχι, μην ακούσω πως είχε πάθει νεκροφάνεια! Αρκετά για σήμερα, δεν αντέχω άλλο».

«Δεν είναι ο δικός μας», μου εξήγησε. «Ο καημένος ο Πιπίκος μας έμεινε στον μπαλσαμωτή. Θα στολίζει τώρα, πάνω στη λουστραρισμένη βάση του, κάποιο άλλο σπίτι».

«Μμμ, ωραίο στόλισμα!», είπα από μέσα μου, έχοντας απέχθεια για όλα τα μπαλσαμωμένα ζώα και πουλιά.

«Σταθήκαμε τυχεροί», συνέχισε. «Κάποιος πελάτης του, λίγο πριν φτάσω εγώ, του είχε φέρει για μπαλσάμωμα έναν άλλον μισοψόφιο, ολόιδιο με τον δικό μας καρδινάλιο κι ο μπαλσαμωτής τον λυπήθηκε, δίσταζε να τον αποτελειώσει. Απάνω στην ώρα μπήκα κι εγώ. “Άσε να δούμε, κουμπάρα”, μου λέει, δείχνοντας σ’ ένα ράφι όπου είχε ακουμπήσει προσωρινά τον ξένο καρδινάλιο, “μήπως μπορέσω και κάνω τίποτα μ’ αυτόν. Είναι αμαρτία να πάει χαμένο τέτοιο πουλί. Θα βάλω τα δυνατά μου”. Είναι, ξέρετε, πολύ διαβασμένος άνθρωπος∙ επίσης σαν και του λόγου σας, να πούμε, και λιγάκι γιατρός. Έχει περάσει μια ζωή με τα πουλιά. Στα νιάτα του είχε μεγάλο κατάστημα∙ μεγάλωνε, πουλούσε και γιάτρευε κάθε λογής κελαϊδοπούλια. Όταν ξαναπήγα μετά τρείς μέρες: “Ευνίκη”, μου λέει, “τον γλύτωσα. Ούτε του παπά μην το πεις. Έχω μεγάλες υποχρεώσεις σ’ εσάς. Πάρ’ τον, λοιπόν, αμέσως σ’ αυτή τη χαρτοσακούλα, έχω ανοίξει τρυπούλες ολόγυρα για ν’ αναπνέει, και φεύγα τρέχοντας. Θα σας κρατήσει συντροφιά για πολλά χρόνια. Είναι μόνο δύο ετών πουλί. Αλλά πρόσεχε καλά τις οδηγίες που σου έχω σημειώσει εδώ στο χαρτί. Πάρε και το κουτί με τους σπόρους. Μόνο απ’ αυτούς θα τρώει, για την ώρα. Κι αυτό το μπουκαλάκι. Θα του ρίχνεις δέκα σταγόνες την ημέρα στο νερό του, για δύο βδομάδες ακόμη. Μην περιμένεις όμως να σου κελαϊδίσει σαν αηδόνι, πριν περάσουν δύο μήνες”».

«Απίστευτο, Ευνίκη!», φώναξα. «Αυτή είναι χαρμόσυνη είδηση! Θα το γιορτάσουμε το βράδυ όλοι μαζί. Θα σας κάνω εγώ το τραπέζι. Θα καλέσουμε και τον κύριο Στηθά. Μου ‘ρθε και μια ιδέα τώρα δα. Τι θα λέγατε ν’ αλλάζαμε ταμπέλα στο πανδοχείο; Όχι πια “Η φιλόξενη ερημία”, μα “Ο φιλόξενος καρδινάλιος”».

«Τι κατεβάζει ο νους σας, χρυσέ μου κύριε Αγάθη!», είπε, και γελούσαν και τ’ αυτιά της ακόμη.

«Ξέρεις όμως», θυμήθηκα, «είχατε και κάτι ψάρια εκεί πέρα στη γυάλα. Χτες που τα είδα, δε μου φάνηκε ότι καλοπερνούσαν. Αγωνίζονταν ν’ αναπνεύσουν, δεν είχαν νερό».

«Ελάτε να δείτε», είπε και, ρίχνοντας μια τελευταία ματιά λατρείας στον καρδινάλιο, με πήγε στο βάθος του άλλου διαδρόμου.

Πάνω στην εταζέρα, μέσα στην τετράγωνη γυάλα που άστραφτε σαν κρυστάλλινη, γιομάτη ως τα χείλια ολοκάθαρο νερό, κολυμπούσαν ευτυχισμένοι οι άσπροι κυπρίνοι, έρχονταν πότε-πότε κοντά, χαϊδεύονταν, κι ύστερα ανέβαιναν στην επιφάνεια να χάψουν ψίχουλα.

«Ευνίκη, εύγε. Είσαι θησαυρός!».

Ο Θεοφάνης, κολακευμένος, κοκκίνισε περισσότερο κι απ’ αυτήν.

«Σας αφήνω τώρα, πηγαίνω να κάνω μια μικρή βόλτα κι ύστερα θα γυρίσω να ξεκουραστώ. Σας ευχαριστώ για όλα. Μην ξεχάσετε την πρόσκληση μου για το βράδυ. Ειδοποιήστε και τον κύριο Στηθά».

«Κι εσείς να θυμάστε τον αριθμό του δωματίου σας: Εφτά».

Βγήκα στην αυλή να περπατήσω λιγάκι. Πήγα ως το πηγάδι. Το άλογο που ήταν δεμένο στο μαγκάνι ούτε κουνιόταν καθόλου.

«Άντε, μπρος», φώναξα, δίνοντας του μια στα καπούλια. «Ξεκίνα».

Το άλογο ξεκίνησε, το μαγκάνι έτριξε, στο δεύτερο γύρο οι σκουριασμένοι κουβάδες του άρχισαν ν’ ανεβαίνουν γεμάτοι νερό που χυνόταν αφρίζοντας σε μια πέτρινη γούρνα, κι από κει στο χαντάκι για τα περιβόλια. Έσκυψα κι ήπια με τα χέρια, βρέχοντας το μούτρο μου και τα μαλλιά μου.

Πήρα μια βαθειά αναπνοή να φρεσκάρω τα πνεμόνια μου.

Ο Μεμές μόλις είχε βγει στο παράθυρο και με κοιτούσε, χαϊδεύοντας τη γενειάδα του. Μου κούνησε φιλικά το χέρι. Του ανταπέδωσα το χαιρετισμό.

1986

Δεν υπάρχουν σχόλια: