Στο εργαστήρι του, που έπιανε τα δυο δωμάτια του υπογείου, ο Παράκελσος παρακάλεσε το θεό του, τον ακαθόριστο θεό του, έναν οποιοδήποτε θεό, να του στείλει ένα μαθητή. Βράδιαζε. Η χλωμή φωτιά του τζακιού έριχνε στον τοίχο ακανόνιστους ίσκιους. Τού ‘κανε μεγάλο κόπο να σηκωθεί για ν’ ανάψει τη σιδερένια λάμπα. Ο Παράκελσος, αφηρημένος απ’ την κούραση, λησμόνησε την προσευχή του. Η νύχτα είχε σβήσει τους σκονισμένους άμβικες και την κάμινο, όταν κάποιος χτύπησε την πόρτα. Μισοκοιμισμένος, σηκώθηκε, ανέβηκε τη μικρή στριφογυριστή σκάλα κι άνοιξε ένα απ’ τα θυρόφυλλα. Μπήκε ένας άγνωστος. έδειχνε κι εκείνος πολύ κουρασμένος. Ο Παράκελσος τού ‘δειξε έναν πάγκο∙ ο άλλος κάθισε και περίμενε. Για λίγο δεν αντάλλαξαν ούτε μια λέξη.
Ο δάσκαλος ήταν ο πρώτος που μίλησε.
-Θυμάμαι πρόσωπα της Δύσης και πρόσωπα της Ανατολής, είπε, όχι χωρίς μια κάποια έπαρση. Το δικό σου όμως πρόσωπο δεν το θυμάμαι. Ποιος είσαι και τι θέλεις από μένα;
-Τ’ όνομά μου δεν έχει σημασία, αποκρίθηκε ο άλλος. Ταξίδεψα τρεις μέρες και τρεις νύχτες για νά ‘ρθω στο σπίτι σου. Θέλω να γίνω μαθητής σου. Σού ‘φερα όλα μου τα υπάρχοντα.
Έβγαλε ένα πουγκί και τ’ άδειασε με το δεξί του χέρι πάνω στο τραπέζι. Πολλά χρυσά φλουριά κύλησαν από μέσα. Ο Παράκελσος τού ‘χε γυρίσει την πλάτη για ν’ ανάψει τη λάμπα. Όταν στράφηκε ξανά προς το μέρος του, παρατήρησε πως το αριστερό χέρι του ξένου κρατούσε ένα ρόδο. Το ρόδο τον ανησύχησε.
Έσκυψε, ένωσε τις άκριες των δαχτύλων του και είπε:
-Ενώ πιστεύεις πως μπορώ να κατεργάζομαι τη λίθο που μετουσιώνει όλα τα στοιχεία σε χρυσό, έρχεσαι και μου προσφέρεις χρυσό. Όμως ο χρυσός δεν είναι αυτό που ζητάω, κι αν εσένα αυτό που σ’ ενδιαφέρει είναι ο χρυσός, δεν θα γίνεις ποτέ μαθητής μου.
-Ο χρυσός δε μ’ ενδιαφέρει, απάντησε ο άλλος. Δέξου ετούτα τα φλουριά σα μια απόδειξη της δίψας μου να μάθω. Θέλω να μου διδάξεις την Τέχνη. Θέλω στο πλευρό σου να διαβώ το δρόμο που οδηγεί στη Λίθο.
Ο Παράκελσος είπε αργά:
-Ο δρόμος είναι η Λίθος. Η αφετηρία είναι η Λίθος. Αν δεν το καταλαβαίνεις αυτό, δεν έχεις αρχίσει ακόμα να καταλαβαίνεις. Κάθε βήμα που θα κάνεις είναι το τέρμα.
Ο άλλος τον κοίταξε δύσπιστα. Κι είπε, τονίζοντας τις λέξεις:
-Όμως, υπάρχει ένα τέρμα;
Ο Παράκελσος γέλασε.
-Οι εχθροί μου, που είναι τόσο πολλοί όσο κι ανόητοι, λένε πως όχι, δεν υπάρχει, και με αποκαλούν απατεώνα. Δεν τους δίνω δίκιο, κι όμως δεν αποκλείεται όλ’ αυτά να μην είναι παρά μια αυταπάτη. Αυτό που εγώ ξέρω είναι πως «υπάρχει» ένας Δρόμος.
Ύστερα από μια μικρή σιωπή, μίλησε ο άλλος:
-Είμαι έτοιμος να τον διαβώ μαζί σου, ακόμα κι αν μας πάρει χρόνια. Άφησέ με να διασχίσω την έρημο. Άφησέ με να διακρίνω έστω από μακριά τη Γη της Επαγγελίας, ακόμα κι αν τ’ άστρα δεν μ‘ αφήσουν να την περπατήσω. Ωστόσο, θέλω μιαν απόδειξη πριν βγω σ’ αυτό το ταξίδι.
-Πότε; είπε ο Παράκελσος με ανησυχία.
-Τώρα αμέσως, είπε ο μαθητής με μια ξαφνική αποφασιστικότητα.
Στην αρχή η συζήτηση γινόταν στα λατινικά∙ τώρα, στα γερμανικά.
Ο νεαρός σήκωσε ψηλα το ρόδο.
-Λένε πως μπορείς να κάψεις ένα ρόδο, κι ύστερα, χάρη στην τέχνη σου, να το κάνεις να ξαναγεννηθεί απ’ τις στάχτες του. Άφησέ με να δω αυτό το μεγαλούργημα. Τούτο μόνο σου ζητώ, κι ύστερα θα σου χαρίσω τη ζωή μου ολάκερη.
-Είσαι πολύ εύπιστος, είπε ο δάσκαλος. Δεν έχω ανάγκη από ευπιστία∙ εγώ απαιτώ την πίστη.
Ο άλλος επέμεινε.
-Μα ακριβώς επειδή δεν είμαι εύπιστος, θέλω να δω με τα ίδια μου τα μάτια τον αφανισμό και την ανάσταση του ρόδου.
Ο Παράκελσος είχε πάρει το ρόδο στα χέρια του κι έπαιζε μ’ αυτό καθώς μιλούσε.
-Είσαι εύπιστος, είπε. Λες πως είμαι ικανός να το καταστρέψω;
-Καθένας είναι ικανός να το καταστρέψει, είπε ο μαθητής.
-Γελιέσαι. Μήπως θαρρείς πως μπορεί κανείς να εξαφανίσει οτιδήποτε; Θαρρείς πως ο πρωτόπλαστος Αδάμ στον Παράδεισο μπόρεσε να χαλάσει έστω κι ένα λουλούδι, έστω κι ένα χορταράκι;
-Δεν βρισκόμαστε στον Παράδεισο, είπε ο νεαρός πεισματωμένα. Εδώ, κάτω απ’ το φεγγάρι, όλα είναι θνητά.
Ο Παράκελσος είχε σηκωθεί.
-Και πού αλλού νομίζεις τότε πως βρισκόμαστε; Θαρρείς πως ο θεός μπορεί να πλάσει έναν τόπο, άλλο απ’ τον Παράδεισο; Ή μήπως νομίζεις πως η Πτώση είναι κάτι άλλο και όχι το ν’ αγνοούμε πως ακόμα βρισκόμαστε στον Παράδεισο;
-Ένα ρόδο μπορεί να καεί, είπε ο μαθητής προκλητικά.
-Έχει ακόμα φωτιά στο τζάκι, είπε ο Παράκελσος. Αν έριχνες αυτό το ρόδο στη χόβολη, θα πίστευες πως οι φλόγες το κατασπαράξανε και πως οι στάχτες του είναι αληθινές. Εγώ σου λέω πως το ρόδο είναι αιώνιο και πως μόνο η εμφάνισή του μπορεί ν’ αλλάξει. Μια λέξη μου θ’ αρκούσε να το ξαναδείς μπροστά σου.
-Μια λέξη; είπε έκπληκτος ο μαθητής. Η κάμινος είναι σβηστή κι οι άμβικες είναι σκεπασμένοι από σκόνη. Τι μπορείς να κάνεις για να το ξαναεμφανίσεις;
Ο Παράκελσος τον κοίταξε με θλίψη.
-Η κάμινος είναι σβηστή, επανέλαβε, κι οι άμβικες είναι σκεπασμένοι από σκόνη. Όμως εγώ, στη διάρκεια μιας μακριάς ημέρας, μεταχειρίζομαι κι άλλα σύνεργα.
-Δεν τολμάω να ρωτήσω ποια, είπε ο άλλος με πονηριά ή με ταπεινοσύνη.
-Μιλώ γι’ αυτόν που πήρε το θεό στη δούλεψή του για να πλάσει τους ουρανούς και τη γη και τον αόρατο Παράδεισο, που μέσα του βρισκόμαστε και που μας τον κρύβει το προπατορικό αμάρτημα. Μιλώ για το Λόγο. Αυτόν που μας διδάσκει η Καββάλα.
Ο μαθητής είπε παγερά:
-Ταπεινά σ’ ικετεύω να μου δείξεις την εξαφάνιση και την επανεμφάνιση του ρόδου. Δε μ’ ενδιαφέρει αν θα το κάνεις με τα σύνεργα ή με το Λόγο.
Ο Παράκελσος σκέφτηκε λίγο. Ύστερα είπε:
-Αν τό ‘κανα, θά ‘λεγες πως πρόκειται για μια οπτασία που σου την επέβαλε η μαγεία των ματιών σου. Το θαύμα δεν θα σου δώσει την πίστη που γυρεύεις. Ξέχασε λοιπόν το ρόδο.
Ο νεαρός τον κοίταξε, πάντα καχύποπτος. Ο δάσκαλος ύψωσε τη φωνή και του είπε:
-Στο κάτω κάτω, ποιος είσ’ εσύ που μπαίνεις έτσι στο σπίτι ενός δασκάλου κι απαιτείς απ’ αυτόν ένα μεγαλούργημα; Τι έχεις κάνει για να σου αξίζει ένα τέτοιο δώρο;
Ο άλλος του αποκρίθηκε, τρέμοντας:
-Ξέρω καλά πως δεν έχω κάνει τίποτα. Στο ζητάω στ’ όνομα όλων αυτών των χρόνων που θα σπουδάζω στον ίσκιο σου. Άφησέ με να δω τη στάχτη και μετά, το ρόδο. Δεν θα σου ξαναζητήσω τίποτ’ άλλο. Θα πιστέψω στη μαρτυρία των ματιών μου.
Με μια απότομη κίνηση, άρπαξε το σαρκόχρωμο ρόδο, που ο Παράκελσος είχε αφήσει πάνω στο αναλόγιο και το πέταξε στις φλόγες. Το χρώμα εξαφανίστηκε και σε λίγο δεν απόμεινε απ’ το ρόδο παρά λίγη στάχτη.
Για μια στιγμή, που του φάνηκε αιώνες, ο μαθητής περίμενε τα λόγια και το θαύμα.
Ο Παράκελσος έμεινε ασυγκίνητος. Κι είπε, με μια περίεργη απλότητα:
-Όλοι οι γιατροί κι όλοι οι φαρμακοποιοί της Βασιλείας διατείνονται πως είμαι απατεώνας. Ίσως να λεν αλήθεια. Εδώ βρίσκεται η στάχτη που ήταν κάποτε ένα ρόδο και δεν θα ξαναείναι ποτέ πια.
Ο νεαρός ένιωσε ντροπή. Ο Παράκελσος ήταν ένας τσαρλατάνος ή ένας απλός οραματιστής κι αυτός, ένας παρείσακτος, είχε περάσει το κατώφλι του και τον υποχρέωνε τώρα να ομολογήσει πως η διαβόητη μαγική του τέχνη ήτανε μια πλάνη.
Γονάτισε και του είπε:
-Είμαι ασυγχώρετος. Μού ‘λειψε η πίστη που ο Κύριος απαιτούσε από τους ζηλωτές του. Άσε με να ξαναδώ τη στάχτη. Θα γυρίσω όταν θά ‘μαι πιο δυνατός και θα γίνω μαθητής σου και στην άκρη του Δρόμου θα δω το ρόδο.
Μιλούσε μ’ ενα απροσποίητο πάθος, κι ωστόσο αυτό το πάθος δεν ήταν παρά ο οίκτος που του προκαλούσε ο γερο-δάσκαλος, τόσο σεβάσμιος και κυνηγημένος, τόσο ξακουστός και, γι’ αυτό, τόσο κενός. Ποιος ήταν αυτός, ο Γιοχάνες Γκρίσεμπαχ, για ν’ ανακαλύψει με χέρι ιερόσυλο πως πίσω απ’ το προσωπείο δεν υπήρχε κανείς;
Ν’ αφήσει τα χρυσά φλουριά θα φαινόταν σαν ελεημοσύνη. Τα ξαναπήρε λοιπόν φεύγοντας. Ο Παράκελσος τον συνόδεψε ως το πλατύσκαλο και του είπε πως σ΄εκείνο το σπίτι θά ‘ταν πάντα καλόδεχτος. Κι οι δυο ξέρανε πως δεν θα ξαναβλέπονταν ποτέ πια.
Ο Παράκελσος έμεινε μόνος. Πριν σβήσει τη λάμπα και καθίσει στη φθαρμένη πολυθρόνα, έριξε τη λίγη στάχτη στη φούχτα του κι είπε μια λέξη με χαμηλή φωνή. Το ρόδο ξαναγεννήθηκε.