Σκέφτομαι πολύ πάνω στο θάνατο, και ο λόγος που το κάνω δεν είναι εξαιτίας κάποιας πεισιθανάτιας διάθεσης που με κατέλαβε, αλλά για να ξεπεράσω το φόβο που μας προκαλεί. Χωρίς αυτό το φόβο ορίζεις αλλιώς τη ζωή σου. Ιδιαίτερα όταν αρρωστήσεις και έχεις το γιατρό να σιγοντάρει το φόβο σου -με το αζημίωτο βέβαια ας μην κρυβόμαστε. Γι' αυτό, τη μελέτη του θανάτου πρέπει να την κάνουμε όταν είμαστε υγιείς και νηφάλιοι και όχι σε κατάσταση πανικού όταν αρρωστήσουμε. Στην αναζωπύρωση του θέματος αυτή τη χρονική στιγμή συνέβαλε, από τη μια, το πάγιο ενδιαφερόν μου για την ελληνική φιλοσοφία και, από την άλλη, ο συγκυριακός θάνατος της Μαρίας Παπαγιαννίδου. Θα ξεκινήσω με το σχόλιο που άφησα σχετικά στο μπλογκ της Ερινύας. Έγραψα:
"Έχω ρίξει κι εγώ μια ματιά στα σχόλια που γράφονται εναντίον της Μαρίας και των ιδεών της και πρέπει να πω ότι με έχει κουράσει αυτή η κατάσταση. Δεν με ενδιαφέρουν ποσώς τα επιστημονικίστικα επιχειρήματά τους. Το θέμα είναι τι επιλέγει κανείς. Η ζωή μας και ο θάνατός μας μάς ανήκουν αποκλειστικά. Αν μου έλεγαν να επιλέξω ανάμεσα σε 5 χρόνια ζωής στέκοντας στα πόδια μου και ζώντας φυσιολογικά και αναμέσα σε 20 χρόνια που θα μαινοβγαίνω σε νοσοκομεία, σερνόμενος, πειραματόζωο στα τοξικά κοκτέιλ των γιατρών, θα προτιμούσα το πρώτο. Δε λυπάμαι για τη Μαρία. Πρόλαβε και έκανε την επιλογή της. Αποφάσισε να πάρει τη ζωή στα χέρια της και πέθανε με δική της ευθύνη. Και δώ ακριβώς είναι η ουσία ώστε ο άνθρωπος να μη γίνεται άθυρμα των γιατρών: Πρέπει να μάθουμε να μη φοβόμαστε το θάνατο. Δύσκολο, εγώ το προσπαθώ και βρίσκομαι σε καλό δρόμο. Ύστερα πρέπει να έχουμε το θάρρος να βγούμε από τη λίστα θανάτου που από γεννησημιού μας μάς έχουν κατατάξει -το κράτος, το σύστημα, το κατεστημένο; Αν το καταφέρουμε αυτό, τότε το AIDS, ο καρκίνος και ό,τι άλλο φοβερό, γίνεται αστείο και γράφεις στα παλιά σου τα παπούτσια όλα τα παπαγαλάκια που σου τριβελίζουν το μυαλό με το τι θα πάθεις αν διακόψεις τη θεραπεία και κουραφέξαλα. Η Μαρία είχε το θάρρος και βγήκε από τη λίστα και το φόβο του θανάτου τον έκανε οίστρο ζωής -έστω και για λίγο."
Μ' αυτές τις σκέψεις προσέτρεξα σε ένα από τα αγαπημένα μου κείμενα που, όπως είπα παλιότερα, σκοπεύω να το παρουσιάσω κατά θέματα. Είναι το Εις εαυτόν του Μάρκου Αυρήλιου. Ανθολόγησα τις καταγραφές που αναφέρονται στο θάνατο. Σχεδόν όλες βρίσκονται στο 4ο βιβλίο -γιατί άραγε;- και τις παρουσιάζω στη μετάφραση του Γιάννη Αβραμίδη (εκδ. Θύραθεν 2008). Πάμε λοιπόν!
Ο θάνατος είναι, όπως κι η γέννηση, ένα μυστήριο της φύσης: σύσταση από τα ίδια στοιχεία και διάλυση στα ίδια. Διόλου δεν θά ‘πρεπε να προκαλεί αίσθημα ντροπής, γιατί δεν είναι ενάντιος στη φύση του έλλογου όντος, ούτε παραβαίνει τη λογική της δημιουργίας του. (Δ, 5)
Απόκτησες υπόσταση ως ένα μέρος του όλου. Θα αφανιστείς μέσα σ’ αυτό που σε γέννησε. Ή μάλλον, μέσω του μετασχηματισμού σου, θα σε ξαναδεχτεί ο σπερματικός του λόγος. (Δ, 14)
Μη συμπεριφέρεσαι σαν να πρόκειται να ζήσεις χιλιάδες χρόνια. Το μοιραίο έχει κιόλας γαντζωθεί πάνω σου. Όσο ζεις, κι όσο είναι στο χέρι σου, γίνε άνθρωπος καλός. (Δ, 17)
Όποιος έχει κυριευτεί από πάθος για την υστεροφημία του ούτε που φαντάζεται ότι καθένας απ’ όσους θα τον θυμούνται δεν θ’ αργήσει να πεθάνει, κι ύστερα τα ίδια κι ο διάδοχός του, ώσπου η μνήμη θα σβηστεί τελείως έτσι που προχωρά μέσα από ανθρώπους που ανάβουν και σβήνουν, Και υπόθεσε πως είναι αθάνατοι αυτοί που θα σε θυμούνται, και αθάνατη κι η μνήμη. Εσύ τι έχεις να κερδίσεις; Και δεν εννοώ απλώς ότι για τον πεθαμένο δεν σημαίνουν τίποτα οι έπαινοι∙ μα για τον ζωντανό τι άλλο μπορεί να εξυπηρετεί ο έπαινος πέρα από μια πρακτική σκοπιμότητα; Περιφρονείς δηλαδή άκαιρα τα δώρα που σου προσφέρει η φύση, επειδή δεν έχουν σχέση με λεγόμενα κάποιου άλλου [...] (Δ, 19)
Φέρε στο νου σου, ας πούμε, την εποχή του Βεσπασιανού, και θα δεις όλα να είναι τα ίδια: άνθρωποι να παντρεύονται, να ανατρέφουν παιδιά, νά ‘ναι άρρωστοι, να πεθαίνουν, να πολεμούν, να ξεφαντώνουν, να ταξιδεύουν για δουλειές, να καλλιεργούν χωράφια, νά ‘ναι αλαζονικοί, να υποψιάζονται ή να επιβουλεύονται, να εύχονται το θάνατο κάποιων άλλων, να γκρινιάζουν για την κατάστασή τους, να ερωτεύονται, να θησαυρίζουν, να θέλουν να γίνουν ύπατοι ή βασιλείς. Από τη ζωή αυτών των ανθρώπων δεν έχει απομείνει τίποτα πουθενά. Πέρνα τώρα στην εποχή του Τραϊανού. Όλα ξανά τα ίδια. Χάθηκε κι εκείνη η ζωή. Πάλι, κοίτα προσεχτικά τα σημάδια αλλοτινών καιρών, εθνών ολόκληρων, και δες πόσα έθνη έβαλαν τα δυνατά τους να επικρατήσουν, κι ύστερα από λίγο σωριάστηκαν και διαλύθηκαν. Μα περισσότερο από καθετί συλλογίσου εκείνους που κι εσύ ο ίδιος τους ήξερες, πως κυνηγούσαν μάταιους στόχους, παραμελώντας να κάνουν αυτό που ταίριαζε στη φύση τους, να κρατηθούν από αυτό γερά και να αρκεστούν σ’ αυτό. Κι εδώ είναι απαραίτητο να θυμάσαι ότι ο ζήλος με τον οποίο καταγινόμαστε με το καθετί, έχει τη δική του αξία και το δικό του μέτρο. Έτσι δεν θα σε πιάσει απελπισία, που δεν αφοσιώθηκες περισσότερο απ’ όσο θά ‘πρεπε σε δευτερεύουσες υποθέσεις. (Δ, 32)
Λέξεις κάποτε συνηθισμένες, σήμερα μας φαίνονται ξένες. Το ίδιο και τα ονόματα ανθρώπων ξακουστών κάποτε, που τώρα πια δεν σημαίνουν τίποτα: Κάμιλλος, Ουόλεσος, Δέντατος, και λίγο αργότερα Σκιπίων, Κάτων, και μετά Αύγουστος, και μετά Αδριανός και Αντωνίνος. Γρήγορα όλα ξεθωριάζουν, γρήγορα τα σκεπάζει η λησμονιά. Και μιλάω για ανθρώπους με λάμψη θαυμαστή. Γιατί οι άλλοι, απ’ τη στιγμή που άφησαν την τελευταία τους πνοή, «μην τους είδες, μην τους άκουσες». Τι σημαίνει τελοσπάντων αυτό το «αείμνηστος»; Μια σκέτη ματαιότητα. Λοιπόν, σε τι αξίζει ν’ αφοσιωθούμε; Σ’ ετούτα: σκέψεις γεμάτες δικαιοσύνη, πράξεις ανιδιοτελείς, λόγος που δεν θα αποδεικνύεται ψεύτικος, ψυχική διάθεση που θα καλοδέχεται ο,τιδήποτε συμβαίνει ως κάτι το αναγκαίο και συγγενικό μ’ εμάς, ως κάτι που απορρέει από την ίδια αρχή και την ίδια πηγή. (Δ, 33)
Τα πάντα εφήμερα∙ και εκείνος που θυμάται κάτι, και αυτό το κάτι. (Δ, 35)
Σύντομα θα πεθάνεις, κι ακόμη δεν έγινες απλός και φυσικός και ατάραχος∙ ούτε που ελευθερώθηκες από το φόβο ότι θα σε βλάψει κάτι έξω από σένα∙ κι ούτε είσαι πονετικός με όλους∙ κι ακόμη δεν λες να καταλάβεις ότι σοφία σημαίνει δίκαιες πράξεις. (Δ, 37)
«Μια ψυχούλα είσαι, που βαστάς έναν νεκρό», όπως έλεγε ο Επίκτητος. (Δ, 41)
Αν σου έλεγε κάποιος θεός ότι θα πεθάνεις αύριο ή, το αργότερο, μεθαύριο, δεν θα θεωρούσες σημαντικό το αν θα είναι αύριο ή μεθαύριο –γιατί, ποια η διαφορά;-, εκτός κι αν είσαι πια ολωσδιόλου ποταπός. Έτσι ακριβώς, να μη θεωρείς σημαντικό το αν θα πεθάνεις μετά από πολλά χρόνια ή αύριο. (Δ, 47)
Να σκέφτεσαι συνεχώς, πόσοι γιατροί πέθαναν, που πολλές φορές συνοφρυώθηκαν πάνω από τους ασθενείς τους∙ πόσοι αστρολόγοι που είχαν προβλέψει θανάτους άλλων, θαρρείς κι έκαναν κάτι σπουδαίο∙ πόσοι φιλόσοφοι που υποστήριζαν τα μύρια όσα περί θανάτου ή αθανασίας∙ πόσοι στρατιωτικοί ηγέτες που σκότωσαν κόσμο∙ πόσοι τύραννοι, που εξουσίαζαν τις ζωές των άλλων με φοβερή έπαρση, θαρρείς κι οι ίδιοι ήταν αθάνατοι! Πόσες πόλεις, ολόκληρες πόλεις –ας το πω έτσι- πέθαναν∙ η Ελίκη, η Πομπηία, το Ερκουλάνο και άλλες αναρίθμητες! (Δ, 48)
Είναι βέβαια απλοϊκό, αλλά βοηθά αποτελεσματικά στο να περιφρονείς τον θάνατο: να ξαναθυμάσαι εκείνους που παρέμειναν μέχρι τέλους πεισματικά προσκολλημένοι στη ζωή. Τι παραπάνω κέρδισαν, από εκείνους που έφυγαν πρόωρα; Σίγουρα κάπου είναι θαμμένοι, ο Καιδικιανός, ο Φάβιος, ο Ιουλιανός κι ο Λέπιδος κι όποιος άλλος, σαν κι αυτούς, έθαψε πολλούς ώσπου τέλος θάφτηκε κι ο ίδιος. Κοντολογίς, είναι μικρό το διάστημα της ζωής και αναλογίσου με πόσα και με τι λογής πράγματα εξαντλείται, και σε τι ταπεινό σαρκίο. Μην [το κάνεις ζήτημα] λοιπόν. Δες πίσω σου τον αχανή χρόνο που προηγήθηκε, και μπροστά σου τον μελλοντικό χρόνο που εκτείνεται άπειρο. Μέσα σ’ όλο αυτό, τι διαφέρει ο χρόνος ζωής ενός βρέφους τριών ημερών από το χρόνο κάποιου που θα ζήσει τριπλάσια χρόνια από το Νέστορα; (Δ, 50)
Όποιος φοβάται τον θάνατο, φοβάται είτε την απουσία αίσθησης είτε μια άλλη μορφή αίσθησης. Αλλά αν στερηθείς κάθε αίσθηση, δεν προκειται να νιώσεις κανένα κακό∙ αν πάλι αποκτήσεις άλλου είδους αίσθηση, θα γίνεις αλλιώτικο πλάσμα και δεν θα έχεις πάψει να ζεις. (Η, 58)
Βοηθά πολύ να περιφρονήσεις τον θάνατο η σκέψη ότι τον περιφρόνησαν ως και εκείνοι που ταυτίζουν το αγαθό με την ηδονή και το κακό με τον πόνο. (ΙΒ, 34).
[Εδώ ο Μάρκος αναφέρεται στους Επικούρειους. Πρβ. Επικ. Κύρια Δόξα 2: « Ένα τίποτα είναι για μας ο θάνατος. Γιατί ό,τι αποσυντίθεται παύει να αισθάνεται. Και μια κατάσταση αναισθησίας δεν μας αφορά». Με τους Επικούρειους θα επανέλθω στην επόμενη Μελέτη θανάτου.]
"Έχω ρίξει κι εγώ μια ματιά στα σχόλια που γράφονται εναντίον της Μαρίας και των ιδεών της και πρέπει να πω ότι με έχει κουράσει αυτή η κατάσταση. Δεν με ενδιαφέρουν ποσώς τα επιστημονικίστικα επιχειρήματά τους. Το θέμα είναι τι επιλέγει κανείς. Η ζωή μας και ο θάνατός μας μάς ανήκουν αποκλειστικά. Αν μου έλεγαν να επιλέξω ανάμεσα σε 5 χρόνια ζωής στέκοντας στα πόδια μου και ζώντας φυσιολογικά και αναμέσα σε 20 χρόνια που θα μαινοβγαίνω σε νοσοκομεία, σερνόμενος, πειραματόζωο στα τοξικά κοκτέιλ των γιατρών, θα προτιμούσα το πρώτο. Δε λυπάμαι για τη Μαρία. Πρόλαβε και έκανε την επιλογή της. Αποφάσισε να πάρει τη ζωή στα χέρια της και πέθανε με δική της ευθύνη. Και δώ ακριβώς είναι η ουσία ώστε ο άνθρωπος να μη γίνεται άθυρμα των γιατρών: Πρέπει να μάθουμε να μη φοβόμαστε το θάνατο. Δύσκολο, εγώ το προσπαθώ και βρίσκομαι σε καλό δρόμο. Ύστερα πρέπει να έχουμε το θάρρος να βγούμε από τη λίστα θανάτου που από γεννησημιού μας μάς έχουν κατατάξει -το κράτος, το σύστημα, το κατεστημένο; Αν το καταφέρουμε αυτό, τότε το AIDS, ο καρκίνος και ό,τι άλλο φοβερό, γίνεται αστείο και γράφεις στα παλιά σου τα παπούτσια όλα τα παπαγαλάκια που σου τριβελίζουν το μυαλό με το τι θα πάθεις αν διακόψεις τη θεραπεία και κουραφέξαλα. Η Μαρία είχε το θάρρος και βγήκε από τη λίστα και το φόβο του θανάτου τον έκανε οίστρο ζωής -έστω και για λίγο."
Μ' αυτές τις σκέψεις προσέτρεξα σε ένα από τα αγαπημένα μου κείμενα που, όπως είπα παλιότερα, σκοπεύω να το παρουσιάσω κατά θέματα. Είναι το Εις εαυτόν του Μάρκου Αυρήλιου. Ανθολόγησα τις καταγραφές που αναφέρονται στο θάνατο. Σχεδόν όλες βρίσκονται στο 4ο βιβλίο -γιατί άραγε;- και τις παρουσιάζω στη μετάφραση του Γιάννη Αβραμίδη (εκδ. Θύραθεν 2008). Πάμε λοιπόν!
Ο θάνατος είναι, όπως κι η γέννηση, ένα μυστήριο της φύσης: σύσταση από τα ίδια στοιχεία και διάλυση στα ίδια. Διόλου δεν θά ‘πρεπε να προκαλεί αίσθημα ντροπής, γιατί δεν είναι ενάντιος στη φύση του έλλογου όντος, ούτε παραβαίνει τη λογική της δημιουργίας του. (Δ, 5)
Απόκτησες υπόσταση ως ένα μέρος του όλου. Θα αφανιστείς μέσα σ’ αυτό που σε γέννησε. Ή μάλλον, μέσω του μετασχηματισμού σου, θα σε ξαναδεχτεί ο σπερματικός του λόγος. (Δ, 14)
Μη συμπεριφέρεσαι σαν να πρόκειται να ζήσεις χιλιάδες χρόνια. Το μοιραίο έχει κιόλας γαντζωθεί πάνω σου. Όσο ζεις, κι όσο είναι στο χέρι σου, γίνε άνθρωπος καλός. (Δ, 17)
Όποιος έχει κυριευτεί από πάθος για την υστεροφημία του ούτε που φαντάζεται ότι καθένας απ’ όσους θα τον θυμούνται δεν θ’ αργήσει να πεθάνει, κι ύστερα τα ίδια κι ο διάδοχός του, ώσπου η μνήμη θα σβηστεί τελείως έτσι που προχωρά μέσα από ανθρώπους που ανάβουν και σβήνουν, Και υπόθεσε πως είναι αθάνατοι αυτοί που θα σε θυμούνται, και αθάνατη κι η μνήμη. Εσύ τι έχεις να κερδίσεις; Και δεν εννοώ απλώς ότι για τον πεθαμένο δεν σημαίνουν τίποτα οι έπαινοι∙ μα για τον ζωντανό τι άλλο μπορεί να εξυπηρετεί ο έπαινος πέρα από μια πρακτική σκοπιμότητα; Περιφρονείς δηλαδή άκαιρα τα δώρα που σου προσφέρει η φύση, επειδή δεν έχουν σχέση με λεγόμενα κάποιου άλλου [...] (Δ, 19)
Φέρε στο νου σου, ας πούμε, την εποχή του Βεσπασιανού, και θα δεις όλα να είναι τα ίδια: άνθρωποι να παντρεύονται, να ανατρέφουν παιδιά, νά ‘ναι άρρωστοι, να πεθαίνουν, να πολεμούν, να ξεφαντώνουν, να ταξιδεύουν για δουλειές, να καλλιεργούν χωράφια, νά ‘ναι αλαζονικοί, να υποψιάζονται ή να επιβουλεύονται, να εύχονται το θάνατο κάποιων άλλων, να γκρινιάζουν για την κατάστασή τους, να ερωτεύονται, να θησαυρίζουν, να θέλουν να γίνουν ύπατοι ή βασιλείς. Από τη ζωή αυτών των ανθρώπων δεν έχει απομείνει τίποτα πουθενά. Πέρνα τώρα στην εποχή του Τραϊανού. Όλα ξανά τα ίδια. Χάθηκε κι εκείνη η ζωή. Πάλι, κοίτα προσεχτικά τα σημάδια αλλοτινών καιρών, εθνών ολόκληρων, και δες πόσα έθνη έβαλαν τα δυνατά τους να επικρατήσουν, κι ύστερα από λίγο σωριάστηκαν και διαλύθηκαν. Μα περισσότερο από καθετί συλλογίσου εκείνους που κι εσύ ο ίδιος τους ήξερες, πως κυνηγούσαν μάταιους στόχους, παραμελώντας να κάνουν αυτό που ταίριαζε στη φύση τους, να κρατηθούν από αυτό γερά και να αρκεστούν σ’ αυτό. Κι εδώ είναι απαραίτητο να θυμάσαι ότι ο ζήλος με τον οποίο καταγινόμαστε με το καθετί, έχει τη δική του αξία και το δικό του μέτρο. Έτσι δεν θα σε πιάσει απελπισία, που δεν αφοσιώθηκες περισσότερο απ’ όσο θά ‘πρεπε σε δευτερεύουσες υποθέσεις. (Δ, 32)
Λέξεις κάποτε συνηθισμένες, σήμερα μας φαίνονται ξένες. Το ίδιο και τα ονόματα ανθρώπων ξακουστών κάποτε, που τώρα πια δεν σημαίνουν τίποτα: Κάμιλλος, Ουόλεσος, Δέντατος, και λίγο αργότερα Σκιπίων, Κάτων, και μετά Αύγουστος, και μετά Αδριανός και Αντωνίνος. Γρήγορα όλα ξεθωριάζουν, γρήγορα τα σκεπάζει η λησμονιά. Και μιλάω για ανθρώπους με λάμψη θαυμαστή. Γιατί οι άλλοι, απ’ τη στιγμή που άφησαν την τελευταία τους πνοή, «μην τους είδες, μην τους άκουσες». Τι σημαίνει τελοσπάντων αυτό το «αείμνηστος»; Μια σκέτη ματαιότητα. Λοιπόν, σε τι αξίζει ν’ αφοσιωθούμε; Σ’ ετούτα: σκέψεις γεμάτες δικαιοσύνη, πράξεις ανιδιοτελείς, λόγος που δεν θα αποδεικνύεται ψεύτικος, ψυχική διάθεση που θα καλοδέχεται ο,τιδήποτε συμβαίνει ως κάτι το αναγκαίο και συγγενικό μ’ εμάς, ως κάτι που απορρέει από την ίδια αρχή και την ίδια πηγή. (Δ, 33)
Τα πάντα εφήμερα∙ και εκείνος που θυμάται κάτι, και αυτό το κάτι. (Δ, 35)
Σύντομα θα πεθάνεις, κι ακόμη δεν έγινες απλός και φυσικός και ατάραχος∙ ούτε που ελευθερώθηκες από το φόβο ότι θα σε βλάψει κάτι έξω από σένα∙ κι ούτε είσαι πονετικός με όλους∙ κι ακόμη δεν λες να καταλάβεις ότι σοφία σημαίνει δίκαιες πράξεις. (Δ, 37)
«Μια ψυχούλα είσαι, που βαστάς έναν νεκρό», όπως έλεγε ο Επίκτητος. (Δ, 41)
Αν σου έλεγε κάποιος θεός ότι θα πεθάνεις αύριο ή, το αργότερο, μεθαύριο, δεν θα θεωρούσες σημαντικό το αν θα είναι αύριο ή μεθαύριο –γιατί, ποια η διαφορά;-, εκτός κι αν είσαι πια ολωσδιόλου ποταπός. Έτσι ακριβώς, να μη θεωρείς σημαντικό το αν θα πεθάνεις μετά από πολλά χρόνια ή αύριο. (Δ, 47)
Να σκέφτεσαι συνεχώς, πόσοι γιατροί πέθαναν, που πολλές φορές συνοφρυώθηκαν πάνω από τους ασθενείς τους∙ πόσοι αστρολόγοι που είχαν προβλέψει θανάτους άλλων, θαρρείς κι έκαναν κάτι σπουδαίο∙ πόσοι φιλόσοφοι που υποστήριζαν τα μύρια όσα περί θανάτου ή αθανασίας∙ πόσοι στρατιωτικοί ηγέτες που σκότωσαν κόσμο∙ πόσοι τύραννοι, που εξουσίαζαν τις ζωές των άλλων με φοβερή έπαρση, θαρρείς κι οι ίδιοι ήταν αθάνατοι! Πόσες πόλεις, ολόκληρες πόλεις –ας το πω έτσι- πέθαναν∙ η Ελίκη, η Πομπηία, το Ερκουλάνο και άλλες αναρίθμητες! (Δ, 48)
Είναι βέβαια απλοϊκό, αλλά βοηθά αποτελεσματικά στο να περιφρονείς τον θάνατο: να ξαναθυμάσαι εκείνους που παρέμειναν μέχρι τέλους πεισματικά προσκολλημένοι στη ζωή. Τι παραπάνω κέρδισαν, από εκείνους που έφυγαν πρόωρα; Σίγουρα κάπου είναι θαμμένοι, ο Καιδικιανός, ο Φάβιος, ο Ιουλιανός κι ο Λέπιδος κι όποιος άλλος, σαν κι αυτούς, έθαψε πολλούς ώσπου τέλος θάφτηκε κι ο ίδιος. Κοντολογίς, είναι μικρό το διάστημα της ζωής και αναλογίσου με πόσα και με τι λογής πράγματα εξαντλείται, και σε τι ταπεινό σαρκίο. Μην [το κάνεις ζήτημα] λοιπόν. Δες πίσω σου τον αχανή χρόνο που προηγήθηκε, και μπροστά σου τον μελλοντικό χρόνο που εκτείνεται άπειρο. Μέσα σ’ όλο αυτό, τι διαφέρει ο χρόνος ζωής ενός βρέφους τριών ημερών από το χρόνο κάποιου που θα ζήσει τριπλάσια χρόνια από το Νέστορα; (Δ, 50)
Όποιος φοβάται τον θάνατο, φοβάται είτε την απουσία αίσθησης είτε μια άλλη μορφή αίσθησης. Αλλά αν στερηθείς κάθε αίσθηση, δεν προκειται να νιώσεις κανένα κακό∙ αν πάλι αποκτήσεις άλλου είδους αίσθηση, θα γίνεις αλλιώτικο πλάσμα και δεν θα έχεις πάψει να ζεις. (Η, 58)
Βοηθά πολύ να περιφρονήσεις τον θάνατο η σκέψη ότι τον περιφρόνησαν ως και εκείνοι που ταυτίζουν το αγαθό με την ηδονή και το κακό με τον πόνο. (ΙΒ, 34).
[Εδώ ο Μάρκος αναφέρεται στους Επικούρειους. Πρβ. Επικ. Κύρια Δόξα 2: « Ένα τίποτα είναι για μας ο θάνατος. Γιατί ό,τι αποσυντίθεται παύει να αισθάνεται. Και μια κατάσταση αναισθησίας δεν μας αφορά». Με τους Επικούρειους θα επανέλθω στην επόμενη Μελέτη θανάτου.]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου