Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2013

Το «Όρος του φωτός» και τα Μάρμαρα του Παρθενώνα, ή Το πετράδι στο στέμμα σου είναι δικό μας, κυρά μου!


Μπορεί να ένιωσες έκπληξη που ο Βρετανός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον δήλωσε από την Ινδία ότι τα Μάρμαρα του Παρθενώνα δεν πρόκειται να επιστραφούν ποτέ στην Ελλάδα. Στην πραγματικότητα εκείνο που αρνήθηκε ο Κάμερον ήταν την επιστροφή του δαμαντιού Koh-i-Noor (Όρος του φωτός) που τώρα κοσμεί το βρετανικό στέμμα, αλλά η θέση του δεν ήταν πάντα εκεί.


Το διαμάντι περιήλθε σε βρετανικά χέρια το 1849 όταν η Βρετανία προσάρτησε το Παντζάμπ∙ στη Συνθήκη της Λαχόρης γίνεται ειδική μνεία σ’ αυτό:

The gem called the Koh-i-Noor which was taken from Shah Shuja-ul-Mulk by Maharajah Ranjit Singh shall be surrendered by the Maharajah of Lahore to the Queen of England..

[Το πετράδι που ονομάζεται Koh-i-Noor και που πήρε από τον Σάχη Shuja-ul-Mulk ο Μαχαραγιάς Ranjit Singh θα παραδοθεί από το Μαχαραγιά της Λαχόρης στη Βασίλισσα της Αγγλίας.]

Την «παράδοση» κανόνισε ο λόρδος Dalhousie, και το 1850 το διαμάντι παρουσιάστηκε στη βασίλισσα Βικτορία από το διάδοχο του Μαχαραγιά Ranjit Singh, Dulīp Singh που ήταν μόλις 13 ετών!


Είδες τι καλά που τα κανόνισε ο λόρδος; -ώστε η κλοπή να εμφανιστεί ως δωρεά στη βασίλισσα και το διαμάντι –ειπώθηκε κι αυτό- να βρεί την πραγματική του θέση, τη θέση που του άξιζε, στο στέμμα της; Κι αυτή ακριβώς τη «δωρεά» επικαλούνται σήμερα οι Άγγλοι ώστε να μην επιστρέψουν το διαμάντι στην οικογένεια του Μαχαραγιά που το διεκδικεί. Κι εγώ, σου λέω, καλώς δεν το επιστρέφουν∙ λάφυρο πολέμου ήταν και δεν είναι η πρώτη φορά που αλλάζει χέρια: κατά καιρούς το είχαν Χίντου, Ιρανοί, Αφχανοί, Σιχ, πολέμησαν ουκ ολίγες φορές γι’ αυτό∙ κατέληξε τελικά στους Άγγλους, αλλά ως λάφυρο, όχι ως δωρεά. Τα Μάρμαρα του Παρθενώνα όμως τι σχέση έχουν; -που δεν είναι ούτε λάφυρο πολέμου, ούτε διεκδικούνται από μια οικογένεια.

Η αλήθεια είναι ότι οι Ινδοί –εντελώς άκριτα κατά τη γνώμη μου- έχουν συσχετίσει την επιστροφή του διαμαντιού με την επιστροφή των μαρμάρων. Θυμάμαι ήδη το 2000(;) στην εφημερίδα Independent ένα άρθρο μιας ινδικής καταγωγής δημοσιογράφου(;), με τον τίτλο «Το πετράδι στο στέμμα σου είναι δικό μας, κυρά μου», να αρχίζει μ’ αυτόν ακριβώς τον συσχετισμό, ότι δηλαδή το θέμα της επιστροφής από μια χώρα κειμηλίων που ανήκουν στην εθνική κληρονομιά μιας άλλης ανακύπτει μόνο όταν οι Έλληνες διεκδικούν την επιστροφή των μαρμάρων τους –κι εδώ βάζει το θέμα της επιστροφής του Koh-i-Noor. Να γιατί λοιπόν ο βρετανός πρωθυπουργός αναφέρθηκε στα ελληνικά μάρμαρα από την Ινδία. Το μήνυμά του: αποκλείεται οποιαδήποτε επιστροφή κειμηλίων από την Αγγλία, άσχετα του πως αποκτήθηκαν αυτά, νόμιμα ή παράνομα, ασχέτως της σημασίας που μπορεί να έχουν για έναν λαό ή και για την ανθρωπότητα ολόκληρη, ασχέτως και της φύλαξης, πλημμελούς ή μη, που τους παρείχε η Αγγλία. Το βασικό μας επιχείρημα ότι τα Μάρμαρα του Παρθενώνα είναι μοναδικά και πρέπει να αντιμετωπίζονται κατ’ εξαίρεση δεν τον αγγίζει καν -αντιθέτως, το έκανε σκόνη στην Ινδία.

Aντίδραση από την ελληνική κυβέρνηση υπήρξε; Δεν άκουσα; Ή ο κυβερνητικός εκπρόσωπος βγάζει μόνο ανακοίνωση για τον Φαήλο Κρανιδιώτη;


Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2013

Ένα τίποτα είναι για μας ο θάνατος


Αυτή τη Μελέτη θανάτου δεν την έφτιαξα εγώ∙ τη βρήκα έτοιμη στο ανθολόγιο της επικούρειας φιλοσοφίας των εκδόσεων Θύραθεν σε μετάφραση του Γιάννη Αβραμίδη και του Πέτρου Οικονόμου (το λατινικό κείμενο του Λουκρήτιου).

Επικ. Επιστ. προς Μενοικέα

Κοίτα να συνηθίσεις στην ιδέα ότι ο θάνατος για μας είναι ένα τίποτα. Κάθε καλό και κάθε κακό βρίσκεται στην αίσθησή μας∙ όμως θάνατος σημαίνει στέρηση της αίσθησης. Γι’ αυτό η σωστή εκτίμηση ότι ο θάνατος δεν σημαίνει τίποτα για μας, μας βοηθά να χαρούμε τη θνητότητα του βίου: όχι επειδή μας φορτώνει αμέτρητα χρόνια αλλά γιατί μας απαλλάσσει από τον πόθο της αθανασίας. Δεν υπάρχει, βλέπεις, τίποτα το φοβερό στη ζωή του ανθρώπου που ‘χει αληθινά συνειδητοποιήσει ότι δεν υπάρχει τίποτα το φοβερό στο να μη ζεις. Άρα είναι ανόητος αυτός που λέει ότι φοβάται το θάνατο, όχι γιατί θα τον κάνει να υποφέρει όταν έρθει αλλά επειδή υποφέρει με την προσδοκία του θανάτου. Γιατί ό,τι δεν σε στεναχωρεί όταν είναι παρόν, δεν υπάρχει λόγος να σε στεναχωρεί όταν το προσδοκείς. Το πιο ανατριχιαστικό, λοιπόν, από τα κακά, ο θάνατος, είναι ένα τίποτα για μας, ακριβώς επειδή όταν υπάρχουμε εμείς αυτός είναι ανύπαρκτος, κι όταν έρχεται αυτός είμαστε ανύπαρκτοι εμείς. Ο θάνατος λοιπόν δεν έχει να κάνει ούτε με τους ζωντανούς ούτε με τους πεθαμένους, αφού για τους ζωντανούς δεν υπάρχει, ενώ οι τελευταίοι δεν υπάρχουν πια. Βέβαια, οι πολλοί άλλοτε πασχίζουν ν’ αποφύγουν το θάνατο σαν να ‘ναι η πιο μεγάλη συμφορά, κι άλλοτε τον αποζητούν για ν’ αναπαυθούν από τα δεινά της ζωής. Απεναντίας ο σοφός ούτε τη ζωή απαρνιέται ούτε την ανυπαρξία φοβάται. Γιατί δεν του είναι δυσάρεστη η ζωή αλλά ούτε και θεωρεί κακό το να μη ζει. Κι όπως με το φαγητό δεν προτιμά σε κάθε περίπτωση το πιο πολύ μα το πιο νόστιμο, έτσι και με τη ζωή: δεν απολαμβάνει τη διαρκέστερη μα την ευτυχέστερη, Κι είναι αφελής όποιος προτρέπει τον νέο να ζει καλά και τον γέρο να δώσει ωραίο τέλος στη ζωή του∙ όχι μόνο γιατί η ζωή είναι ευπρόσδεκτη αλλά γιατί το να ζεις καλά και να πεθαίνεις καλά είναι μία και η αυτή άσκηση. Όμως πολύ χειρότερος είναι εκείνος που λέει πως καλό είναι να μη γεννηθείς

αλλά μιας και γεννήθηκες, βιάσου να διαβείς τις πύλες του Άδη.

Αν το λέει επειδή το πιστεύει, γιατί δεν αυτοκτονεί; Στο χέρι του είναι να το κάνει, αν το ‘χει σκεφτεί σοβαρά. Αν πάλι το λέει στ’ αστεία, είναι ελαφρόμυαλος σε πράγματα που δεν σηκώνουν αστεία.

Επικ. Κύρια Δόξα 2

Ένα τίποτα είναι για μας ο θάνατος. Γιατί ό,τι αποσυντίθεται παύει να αισθάνεται. Κι ό,τι δεν αισθάνεται δεν μας αφορά.

Επίκουρος (Επικ. Προσφ.)

Γεννηθήκαμε μια φορά και δε γίνεται να γεννηθούμε και δεύτερη, κι είναι βέβαιο πως δεν θα υπάρξουμε ξανά στον αιώνα τον άπαντα. Εσύ όμως, ενώ δεν εξουσιάζεις το αύριο, αναβάλλεις την ευτυχία γι’ αργότερα. Κι η ζωή κυλά με αναβολές και χάνεται, κι ο καθένας μας πεθαίνει μες στις έγνοιες.

Μητρόδωρος (Επικ. Ποσφ.)

Σε πρόλαβα, Τύχη, και σου ‘χω φράξει όλες τις διόδους. Και δεν πρόκειται να παραδοθούμε όμηροι μήτε σε σένα μήτε σε καμιά συγκυρία∙ αλλά σαν έρθει η ώρα να φύγουμε, θα φτύσουμε και τη ζωή και όσους με ματαιοδοξία προσκολλώνται σ’ αυτήν∙ θα φύγουμε απ’ τη ζωή μ’ ένα ωραίο τραγούδι λέγοντας πόσο ωραία ζήσαμε.

Επικ. Επιστ. προς Ιδομενέα

Τούτη την ευτυχισμένη μέρα, την τελευταία της ζωής μου, σου γράφω το παρακάτω γράμμα. Οι συνεχείς πόνοι από τη δυσουρία και τη δυσεντερία έχουν ξεπεράσει κάθε προηγούμενο. Όμως όλα αυτά τ’ αντιμετωπίζω με τη χαρά που νιώθει η ψυχή μου καθώς αναθυμούμαι τις συζητήσεις που έχουμε κάνει. Να φανείς άξιος της στάσης που από νεαρός κράτησες απέναντι στη φιλοσοφία και σε μένα και να φροντίσεις εσύ τα παιδιά του Μητρόδωρου.

Λουκρήτιος, De rerum natura

Και τέλος, πες πως η ίδια η φύση ξάφνου πάιρνει το λόγο και μαλώνει έναν από μας: «Γιατί, θνητέ, αφήνεσαι να βυθιστείς σ’ άνα τόσο αρρωστημένο πένθος; Τι κλαίγεσαι κι αναστενάζεις για το θάνατο; Αν ήταν ευχάριστη η ζωή σου που πέρασε και πάει, κι αν όλες οι χαρές της δεν πήγαν χαμένες σαν να χύθηκαν μέσα από ένα τρύπιο πιθάρι, τότε γιατί δεν αποσύρεσαι σαν χορτάτος συνδαιτημόνας από το συμπόσιο της ζωής και δεν προτιμάς, ανόητε, μια γαλήνη δίχως έγνοιες; Μα αν όσα αποκόμισες σκορπίσαν και χαθήκαν και σου είναι βάρος η ζωή, τι γυρεύεις να της προσθέσεις κι άλλα, για να χαθούν κι αυτά κι όλα άχαρα να σβήσουν; Δεν είναι καλύτερα, να δώσεις ένα τέλος στη ζωή και στα βάσανα; Γιατί εγώ δεν μπορώ να μηχανευτώ και να επινοήσω τίποτα πια που να σ’ ευχαριστήσει: όλα τα πράγματα είναι όπως ήταν πάντα. Και ίδια θα παραμείνουν, ακόμα κι αν το σώμα σου δεν έχει κιόλας μαραθεί απ’ τα χρόνια και τα μέλη σου δεν έχουν λυώσει∙ ακόμα κι αν ζήσεις τόσο που να ξεπεράσεις όλες τις γενιές, ακόμα κι αν ποτέ σου δεν πεθάνεις.»
Τι θ’ απαντήσουμε, αν όχι ότι η φύση δίκαια μας δικάζει κι ότι είναι αληθινή η κατηγορία που επικαλείται; Κι αν πάλι κάποιος γέρος με χρόνια στην πλάτη, παραπονεθεί παραπάνω απ’ το κανονικό και κλαφτεί που θα πεθάνει, δεν θα ‘χε δίκιο η φύση να υψώσει τη φωνή και να τον μαλώσει ακόμα πιο σκληρά;
«Σκούπισ’ τα δάκρυα, ανάξιε, και σταμάτα τις κλάψες. Τώρα μαραίνεσαι, αφού πρώτα γεύτηκες όλα τα δώρα της ζωής. Μα επειδή πάντα ποθείς αυτό που δεν έχεις και περιφρονείς αυτά που έχεις, κύλησε η ζωή σου λειψή κι αχάριστη∙ και ξάφνου στέκει πλάι στο ποσκέφαλό σου ο θάνατος, και συ δεν έχεις τη δύναμη, χορτασμένος και ικανοποιημένος απ’ όλα, ν’ αποσυρθείς. Όμως τώρα παράτα τα όλα τούτα που δεν ταιριάζουν στην ηλικία σου, κι άντε, με ήσυχη την ψυχή, κάνε τόπο σε άλλους∙ έτσι πρέπει.»

Διογένης Οινοανδέας

Η ζωή γίνεται γλυκιά όταν λείπει ο φόβος του θανάτου

Φιλόδημος, Προς τους σοφιστάς

Η Τετραφάρμακος:
Ο θεός δεν είναι επίφοβος, ο θάνατος δεν προκαλεί ανησυχία∙ το καλό αποκτάται εύκολα και το κακό αντέχεται εύκολα.