Πολλοί νεοέλληνες καυχώνται σε διάφορες περιστάσεις για τον πλούτο της ελληνικής γλώσσας. Πιστεύω πως αυτό σηκώνει πολλή συζήτηση -που θα αποδείξει ότι αυτός ο πλούτος είναι σχετικός-, το θέμα όμως είναι ότι όσοι επιδίδονται σε τέτοιες καυχησιολογίες δεν πολυκαταλαβαίνουν τι λένε, ενίοτε γίνονται και γελοίοι. Όπως ο πρόεδρος του ΛΑ.Ο.Σ, Καρατζαφέρης, που προσπαθώντας να δικαιολογήσει στη Βουλή την άρνησή του να υπογράψει τις δεσμεύσεις προς τους δανειστές της χώρας επικαλέστηκε τον περιβόητο πλούτο της ελληνικής γλώσσας. Δεν χρειάζεται να υπογράψω, είπε, γιατί η ελληνική γλώσσα, ως πλούσια, έχει λέξεις που δείχνουν την έμφυτη (εδώ γελάνε) διάθεση των Ελλήνων να είναι συνεπείς στις δεσμεύσεις τους, όπως μπέσα και φιλότιμο. Εκείνο όμως που παρέβλεψε ή αγνόησε ο κ. Καρατζαφέρης -γνωστός, για τις ριζικές και ταχύτατες μεταβολές των απόψεών του, και ως Κωλοτούμπας, ή Πότε έτσι και πότε γιουβέτσι, ή Ο.Φ.Α (Όπου Φυσάει ο 'Ανεμος)-είδατε εκφραστικό πλούτο!- είναι ότι η λέξη μπέσα δεν είναι ελληνική αλλά αλβανική! Γιατί και η ελληνική γλώσσα, όπως και η χώρα, έχει καταφύγει πολλάκις στα δάνεια -τα λεξιλογικά αυτή τη φορά- και αυτό εξηγεί εν μέρει όχι την χρεωκοπία αλλά τον πλούτο της.
Ας πάρουμε για παράδειγμα τη λέξη που ενσαρκώνει το νεοελληνικό όνειρο, που έγινε ιδεολογία και γι αυτό εξηγεί την οδύνη των νεοελλήνων από την υπέρμετρη φορολόγησή της: το σπίτι. Η λέξη προέρχεται από τα λατινικά. Από τη λέξη hospitium, δηλαδή φιλοξενία. Στις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες πέρασε ως νοσοκομείο, hospital στα αγγλικά, στα ελληνικά όμως σημαίνει την οικία, τον οίκο. Τρεις λέξεις για το ίδιο πράγμα. Αυτό κι αν είναι πλούτος! Μπροστά σ' αυτόν τον λεξιλογικό πληθωρισμό, η γλώσσα αντιδρά εκ των υστέρων με τη σημασιολογική διαφοροποίηση των λέξεων που δηλώνουν το ίδιο πράγμα. Γι αυτό λοιπόν λέμε ο Λευκός Οίκος και όχι το λευκό σπίτι, ή ο Οίκος του Θεού και όχι η οικία του, ή η Οικία του ιατρού τάδε και όχι το σπίτι του. Εν μέρει, αυτή η λειτουργία της γλώσσας ενεργοποιείται από την παρείσφρηση μιας ξένης λέξης στο λεξιλόγιο της και η ελληνική στην πολύχρονη πορεία της ξέρει καλά από τέτοιου είδους μολύνσεις.
Και δεν είναι μόνο στα νεότερα χρόνια που απαγορεύεται να μιλάμε για μια καθαρή ελληνική γλώσσα που εκφράζει τις ιθαγενείς αρετές των Ελλήνων. Και στα αρχαία χρόνια το ίδιο συνέβαινε. Η ελληνική ποτέ δεν υπήρξε καθαρή. Στην αρχαία γλώσσα, για παράδειγμα, υπάρχουν δυο λέξεις για να δηλώσουν το μέρος ταφής ενός ανθρώπου: η λέξη τάφος και η λέξη τύμβος. Στην αρχή και οι δυο λέξεις σήμαιναν το ίδιο ακριβώς πράγμα, κάτι που μας υποψιάζει ότι μια από τις δυο είναι δάνεια λέξη. Όντως η λέξη τύμβος είναι ξένη στο σώμα της ελληνικής γλώσσας. Οι γλωσσολόγοι πιστεύουν ότι προέρχεται από τη γλώσσα των λαών που κατοικούσαν στην Ελλάδα πριν την έλευση των Ελλήνων. Στη συνέχεια η ελληνική διαφοροποίησε σημασιολογικά τις δυο λέξεις: η μια (ο τάφος) σήμαινε τον εντοιχισμένο ή εγκιβωτισμένο τάφο, η άλλη (ο τύμβος) τον υπερυψωμένο, πάνω από τη γη, τάφο.
Κάπως έτσι πλουτίζουν οι γλώσσες με την πάροδο του χρόνου για να μπορούμε να καυχώμαστε εμείς σήμερα. Κάθε προσπάθεια για ξεκαθάρισμά τους και επιστροφή στην αμόλυντη αρχή τους είναι ηλίθια και γελοία -και όχι μόνο. Θυμάμαι μια μελέτη που εκδόθηκε το 1970 με τον τίτλο Να ξετουρκέψουμε τη γλώσσα μας που δείχνει ξεκάθαρα τις ιδεολογικές -ακραία εθνικιστικές- καταβολές μιας τέτοιας προσπάθειας. Αν μη τι άλλο, ξετουρκεύοντας τη γλώσσα μας θα την κάναμε φτωχότερη και δεν θα μπορούσαμε να κομπορρημονούμε σήμερα για τον πλούτο της και άλλα ηχηρά παρόμοια. Ή μήπως διαφωνείτε κύριε Καρά-τζαφέρ -η;