Κοιμάμαι κι η τύχη μου δουλεύει; Όχι, ακριβώς. Δεν τα συνδέω έτσι. Αναφέρομαι στους αντίστοιχους ορφικούς ύμνους και σκέφτομαι πόσο απλά κι όμορφα οι αρχαίοι Έλληνες διαπραγματεύονται έννοιες βασικές του πρακτικού βίου, σημαντικές για τη ζωή που ήθελαν, που κάποτε έγιναν προσευχές σε θεότητες, αλλά μετέπειτα, αποστερημένες της θρησκευτικότητάς τους, ακούγονται σαν ξόρκια για το ανθρώπινο μυαλό. Έτσι, μιλάω κι εγώ για την τύχη και τον ύπνο, πράγματα που χρειάζομαι όσο τίποτα άλλο τούτη την περίοδο.
Της Τύχης
θυμίαμα, λιβάνι
Εδώ, στις προσευχές μου σε καλώ,
Τύχη, καλή αφέντρα,
γλυκιά σαν μέλι, που γυρνάς στους δρόμους
κα στις ευτυχισμένες περιουσίες,
Άρτεμη αρχηγέ, μεγάλο τ’ όνομά σου,
που από το αίμα του Ευβουλέως κατάγεσαι,
με περηφάνεια ακαταμάχητη,
στους τάφους τριγυρνάς, πλανιέσαι εδώ και κει,
κι οι άνθρωποι σε τραγουδάνε.
Γιατί από σένα, άπειρες μορφές
παίρνει ο βίος των θνητών∙
σε άλλους δίνεις πλήθος αποκτήματα
που φέρνουνε μεγάλη ευτυχία,
σ’ άλλους φτώχεια κακή,
που τη χολή ξυπνάει στην καρδιά τους.
Όμως, σου δέομαι, θεά,
να έλθεις στη ζωή μας ευμενής,
χαρές γεμάτη
κι ευτυχισμένες κτήσεις.
Του Ύπνου
θυμίαμα με παπαρούνα
Ύπνε,
άρχοντα όλων των μακάριων θεών
και των θνητών ανθρώπων,
κι όλων των ζώων, όσα τρέφει η πλατιά γη∙
στα πάντα μόνος κυριαρχείς,
στα πάντα έρχεσαι,
τα σώματα δεσμεύεις μ’ αλυσίδες
που από χαλκό δεν είναι καμωμένες.
Απ’ τις φροντίδες μάς λυτρώνεις,
στους κόπους δίνοντας ανάπαυση γλυκιά,
κι άγια παρηγοριά προσφέροντας
στην κάθε λύπη∙
γιατί είσαι γνήσιος αδελφός
και του Θανάτου και της Λήθης.
Σου δέομαι, μακάριε,
να έρχεσαι γλυκός κι ανάλαφρος,
στους μύστες ευμενής προστάτης
όταν τα θεία έργα εκτελούν.
μτφ. Τώνια Μαρκετάκη, εκδ. Εξάντας 1995)