Πέμπτη 30 Ιουνίου 2011

Ο σαλιγκαράς

Καιρό είχα να γράψω στο μπλογκ. Από τη μια, αισθανόμουνα αμηχανία απέναντι στα γεγονότα που εκτυλίσσονται στην Ελλάδα. Η απέχθειά μου προς την κυβέρνηση και την πολιτική ηγεσία της χώρας είναι δεδομένη: στενόμυαλοι, ανίκανοι και ηλίθιοι. Δεν μπορώ όμως να συμφωνήσω και με τον αγανακτισμένο όχλο που πολύ αργά αποφάσισε να διαμαρτυρηθεί και να συγκεντρωθεί στις πλατείες, όταν τόσα χρόνια έκανε τουμπεκί, κάνοντας τα στραβά μάτια στην κατρακύλα της χώρας, γιατί:
-είχε βολευτεί σε μια καρέκλα
-ξόδευε αλόγιστα για να περνάει καλά
-αλάλαζε στα γήπεδα το 2004, στο Γιούρο και στην Ολυμπιάδα
-φτιαχνόταν με την Ελλαδάρα και κοκορευόταν χωρίς αιδώ
Αλήθεια πόσες φορές έχω ντραπεί σε συζητήσεις μου με ξένους όπου η παρουσία ενός Ελληναρά στην ομήγυρη ήταν αρκετή για να καταλήξει η κουβέντα στην «καλύτερη χώρα του κόσμου» -την Ελλάδα εννοείται! Ένιωθα την ίδια αηδία όταν άκουγα και τον τέως Σημίτη να εκθειάζει την «ισχυρή Ελλάδα». Γιατί ήξερα ότι:
-τίποτα απ’ αυτά δεν ήταν αλήθεια
-πάντοτε ήμασταν η τελευταία τρύπα του ζουρνά
-όλα ήταν μια βιτρίνα
-και από πίσω ο βόθρος να βρωμάει.
Αλλά κανένας δεν αγανακτούσε τότε. Τώρα μου προκαλούν αηδία αμφότεροι –και οι αγανακτισμένοι και η εξουσία. Ανακάλυψαν λέει και τη βία της αστυνομίας (εδώ γελάνε...), ότι οι μπάτσοι συνεργάζονται με παρακρατικούς (εδώ ξεκαρδίζονται...) και ότι τους χρησιμοποιούν (όταν δεν παίζουν οι ίδιοι αυτό το ρόλο) για να διαλύουν τις πορείες. Ας σοβαρευτούμε τώρα. Θέλω να αφήσω πίσω μου όλους αυτούς. Ας τους αφιερώσω λοιπόν μια φώτο από τα παλιά για να τελειώνουμε πια.


Θέλω να φύγω μπροστά. Κι αυτός είναι ο πραγματικός λόγος που απουσίασα τόσον καιρό από το μπλογκ. Εδώ και ένα χρόνο με απασχολεί αυτό το διαβολάκι.

Όταν συνέλαβα την ιδέα να επενδύσω τα λίγα χρήματα που είχε μαζέψει ο πατέρας μου για τα γεράματα (ας τελειώνουμε και μ’ αυτό το παραμύθι, που είτε ως κομπόδεμα είτε ως ακίνητα -οικόπεδα, εξοχικά κτλ- κρατάει έξω από την πραγματική οικονομία ένα σημαντικό ποσό) και να στήσω το εκτροφείο μου. Έδωσα μια μούτζα στην πόλη, στους συμπολίτες μου και στην υποκουλτούρα τους και γύρισα πίσω στο χωριό μου για να τελειώνουν τα ψέμματα. Αποφάσισα λοιπόν να κάνω πράξη την μόνη λύση που κατά τη γνώμη μου μπορεί να μας βγάλει από αυτό το βαθύ πηγάδι: να παράγω και να εξάγω. Γι αυτό ξεσκόνισα τα ιταλικά μου, πήγα στην Ιταλία, μίλησα με τους ειδικούς, τα συμφωνήσαμε και νά ‘μαι εδώ να υλοποιώ το σχέδιό μου. Κουράζομαι πάρα πολύ, δουλεύω εξίσου πολύ, αλλά έχω πάρει και μεγάλο ρίσκο. Δεν ξέρω αν θα επιτύχω, αλλά δεν μπορούμε πάντα να δρούμε εκ του ασφαλούς. Ας τελειώνει πια αυτό το ελληνικό χούι. «Να βολευτείς στο δημόσιο, να έχεις μια σίγουρη δουλίτσα, ένα μισθό βρέξει χιονίσει». Φτάνει πια. Να τελειώνουν και τα «εσύ ένας σπουδαγμένος, καθηγητής στο Κέμπριτζ, να ασχοληθείς με τη γεωργία;» Σηκώσαμε πολύ ψηλά τον αμανέ κι αυτό μας έφαγε.

Όλο το καλοκαίρι, θα παιδεύομαι στους αγρούς, προσπαθώντας να μάθω καλά την καινούρια μου δουλειά. Ελπίζω να έχω μαζί και τύχη αγαθή. Οι ευχές σας και οι προσευχές σας θα μου κάνουν καλό. Θα τα ξαναπούμε το φθινόπωρο, αφού επιστρέψω από το δεύτερο ταξίδι μου στην Ιταλία, όπου θα πάω στη συνάντηση των σαλιγκαροτρόφων. Τα ξαναλέμε. Καλό καλοκαίρι.

Κι όμως σ' αυτό τον ύπνο
τ' όνειρο ξεπέφτει τόσο εύκολα
στο βραχνά.
Όπως το ψάρι που άστραψε κάτω απ' το κύμα
και χώθηκε στο βούρκο του βυθού
ή χαμαιλέοντας όταν αλλάζει χρώμα.
Στην πολιτεία που έγινε πορνείο
μαστροποί και πολιτικιές
διαλαλούν σάπια θέλγητρα∙
η κυματόφερτη κόρη
φορεί το πετσί της γελάδας
για να την ανεβεί το ταυρόπουλο∙
ο ποιητής
χαμίνια του πετούν μαγαρισιές
καθώς βλέπει τ' αγάλματα να στάζουν αίμα.
Πρέπει να βγεις από τούτο τον ύπνο∙
τούτο το μαστιγωμένο δέρμα.

Γ. Σεφέρης, Θερινό ηλιοστάσι, Γ'