Δευτέρα 12 Ιανουαρίου 2009

Αντίο AIDS! Το χρονικό της απάτης του αιώνα (για το βιβλίο της Μαρίας Παπαγιαννίδου)

Τελικά όλοι την είχαμε ψιλιαστεί. Όταν η κουβέντα το έφερνε στο AIDS- σιγά μη βρεθεί το εμβόλιο, τόσα κερδίζουν οι φαρμακοβιομηχανίες από τη θεραπεία των ασθενών, γιατί να βρουν το εμβόλιο και να χάσουν τα χοντρά λεφτά; Εκείνο όμως που ποτέ δεν αμφισβητούσαμε ήταν αν όντως υπάρχει κάποιος ιός ώστε κατά συνέπεια να βρεθεί κάποιο εμβόλιο. Ο HIV που προκαλεί AIDS είχε εντυπωθεί τόσο ανεξίτηλα στο μυαλό μας και ο τρόμος του συνόδευε κάθε σεξουαλική μας πράξη. Μακριά από μας, το μόνο που ευχόμασταν, επικαλούμενοι ενίοτε και την εύνοια της θεάς τύχης. Αυτά, μέχρι που διάβασα το βιβλίο της Μαρίας Παπαγιαννίδου, Αντίο, AIDS!
Είδα την Μαρία Παπαγιαννίδου στην πρωινή εκπομπή του ΣΚΑΙ την 1η Δεκεμβρίου. Παλιά τιμούσα αυτή τη μέρα, κυκλοφορούσα μάλιστα και με το χαρακτηριστικό κόκκινο κορδελάκι καρφιτσωμένο πάνω μου, αλλά με τον καιρό βαρέθηκα. Κουράστηκα να τιμώ κάτι που έμενε στάσιμο εδώ και χρόνια, που δεν έδινε καμιά ελπίδα διαφυγής και που έπρεπε να το δεχτείς ως μοιραίο και κυρίως να προσέχεις ή να απέχεις- μοιρολάτρης δεν υπήρξα ποτέ, ούτε ηθικολόγος. Μπουχτισμένος ήδη απ’ αυτό που επρόκειτο να ακούσω έκανα ζάπιγκ στα κανάλια κι έπεσα πάνω στη Μαρία Παπαγιαννίδου. Την πρόλαβα στα τελευταία λεπτά και εκείνο που μου φάνηκε παράδοξο ήταν η προσπάθεια της χαζοχαρούμενης ξανθιάς παρουσιάστριας να βγάλει ντε και καλά ένα αισιόδοξο μήνυμα από τον καταγγελτικό και θυμωμένο λόγο της Μαρίας Παπαγιαννίδου, ενώ το μήνυμα ήταν αλλού. Πρόλαβα επίσης να συγκρατήσω τον τίτλο και τις εκδόσεις του βιβλίου, που αναζήτησα στα βιβλιοπωλεία και το έχω τώρα στα χέρια μου, κατόπιν παραγγελίας.
Στην προμετωπίδα, τα λόγια του David W. Rasnick, βιοχημικού, κατασκευαστή των αναστολέων πρωτεάσης, μας μπάζουν στο κλίμα του βιβλίου: «Ως επιστήμονας που διερεύνησε το AIDS για 16 χρόνια, μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι ελάχιστα σχετίζεται με την επιστήμη, και δεν είναι καν στη βάση του ιατρικό θέμα. Είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο εδραιωμένο στον φόβο. Αποτελεί ένα είδος ιατρικού μακαρθισμού που έχει διαποτίσει και καταργήσει όλους τους κανόνες της επιστήμης, και έχει επιβάλει ένα χαρμάνι πίστης και ψευδο-επιστήμης σε μια ευάλωτη κοινωνία.» Στο σημείωμά της η Μαρία Παπαγιαννίδου δηλώνει ευθαρσώς το σκοπό της: «Το να καταδείξω την ανυπαρξία των αποδείξεων για τη δήθεν ύπαρξη του ιού αυτού, όπως και για τη δήθεν παθογένειά του.»

Τι κατάλαβα από την ανάγνωση
Η ανοσοεπάρκεια, αυτό που έχει ονομαστεί AIDS, είναι τόσο παλιά όσο είναι και ο άνθρωπος. Μπορεί να προκληθεί από διάφορες αιτίες- κακή διατροφή, χρήση ναρκωτικών και τοξικών ουσιών κ.α., ακόμη και από τη λήψη των ίδιων των φαρμάκων που υποτίθεται ότι καταπολεμούν το AIDS!!!
Παρόλ’ αυτά, το 1984, με σκοτεινό και επιστημονικά επιλήψιμο τρόπο εφευρέθηκε ο ιός HIV και υποδείχθηκε ως η μόνη και αποκλειστική αιτία για το AIDS. Μια καλοστημένη προπαγάνδα επέβαλε και το τρίτο μέρος της εξίσωσης και έτσι έχουμε: HIV=AIDS=ΘΑΝΑΤΟΣ.
Έτσι άρχισε μια κερδοφόρα επιχείρηση εκμετάλλευσης των “ασθενών” του AIDS που απέφερε δισεκατομμύρια δολάρια στις φαρμακοβιομηχανίες και στο κύκλωμα που τις στηρίζει και στηρίζεται από αυτές: γιατρούς, επιστήμονες, ΜΜΕ, πολιτικούς. Το κύκλωμα προστατεύεται από τον έλεγχο της γνώσης και της πληροφορίας γύρω από το AIDS που καθοδηγείται απο το CDC (αμερικανικό Υπουργείο Υγείας) και το NIH (Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας της Αμερικής), ιδρύματα που είναι στρατιωτικοί οργανισμοί.
Τελικά, εκείνο που προκαλεί AIDS είναι το άγχος, που αποτελεί ίσως και τη μοναδική του αιτία, μολονότι αυτό χρήζει περαιτέρω διερεύνησης.

Τι πιστεύω
Προσωπικά, έχω πειστεί από τη Μαρία Παπαγιαννίδου. Την πεποίθησή μου αυτή τη στηρίζω σε τρεις λόγους αρχής:
Δεν μου αρέσει ο τρόπος που είναι βαλμένος αυτός ο κόσμος, που περιθωριοποιεί, στιγματίζει, εκμεταλλεύεται, εξαπατά, κερδοσκοπεί, ψεύδεται. Η Μαρία Παπαγιαννίδου έχει αποδείξει ότι ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός.
Πάντοτε πρόσεχα τους ζωντανούς ανθρώπους και τον πραγματικό λόγο της βιωμένης εμπειρίας. Μου είναι αδιάφορη η ξύλινη και αποστειρωμένη γλώσσα επιστημόνων, πολιτικών και άλλων ευυπόληπτων πολιτών. Η Μαρία Παπαγιαννίδου είναι άνθρωπος με σάρκα και οστά, που βίωσε την κόλαση, ο λόγος της ελκυστικός και συγκλονιστικός.
Μα πάνω απ’ όλα έχω πειστεί γιατί μέσα από το βιβλίο αναδύεται ένα νέο modus vivendi για τους “ασθενείς” του AIDS αλλά και για κάθε υποψήφιο “ασθενή”, και, μια που ο καθένας μας είναι ενδυνάμει υποψήφιος, για τον καθένα μας: αντί για την εξαθλίωση η αξιοπρέπεια, για τη χειραγώγηση η ελευθερία της σκέψης, για την προοπτική θανάτου ένα όραμα ζωής.

www.hivwave.gr


Σάββατο 3 Ιανουαρίου 2009

Πεθαίνω σα χώρα (από το ομώνυμο βιβλίο του Δημήτρη Δημητριάδη- ευχές για καλή χρονιά)

(…) «Μισώ αυτή τη χώρα. Μου έφαγε τα σπλάχνα. Γράφω σ’ εσένα γιατί μαζί ποθήσαμε να είναι γόνιμα αυτά τα σπλάχνα, κι αυτός ο πόθος μας ένωσε νύχτες και νύχτες... και σ’ άλλες ώρες της μέρας, όταν ξαφνικά γινόταν ένα θαύμα και ξεχνούσαμε τον τρόμο που έτρεχε στους δρόμους καθώς μέσα στις φλέβες μας... τα εφιαλτικά δελτία ειδήσεων που μας εμπόδιζαν ακόμα και να κοιταζόμαστε... διαβασμένα από θεότρελους εκφωνητές... τα ουρλιαχτά που σκέπαζαν ακόμα και τις σειρήνες των ασθενοφόρων... Ποτέ δε θα το πίστευα πως η ανθρώπινη φωνή μπορεί να φτάσει σε τέτοια ύψη... να είναι τόσο απύθμενη... να προκαλεί τόση αναστάτωση με την επιβολή της. Τέλος πάντων, ποτέ δε συνήθισα τους ανθρώπους αλλά αυτό είναι μια άλλη μου αναπηρία. Βιάζομαι τώρα να σου πω μερικά πράγματα και αυτά τα λόγια θα είναι και τα τελευταία που θά ‘χεις από μένα. Μισώ αυτή τη χώρα. Μου έφαγε τα σπλάχνα. Μου τά ‘φαγε. Τη μισώ. Ναι, τη μισώ, τη μισώ. Δε μπορεί μια γυναίκα να ζήσει με τέτοια σπλάχνα μέσα της. Όσο το σκέφτομαι, μού ‘ρχεται να ξεράσω τον ίδιο τον εαυτό μου. Νιώθω σαν ξέρασμα. Μπορεί και νά ‘μαι. Μια γυναίκα... δεν είναι σα μια χώρα που αξιοποιεί τα ερείπιά της, τους τάφους της... που τα ξεπουλάει όλα για εθνικό συνάλλαγμα... ζώντας απ’ αυτά. Εγώ δε θέλω νά ‘μαι χώρα. Δεν είμαι χώρα. Δε θέλω να είμ’ αυτή η χώρα. Αυτή η χώρα είναι νεκρόφιλη, γεροντόφιλη, κοπρολάγνα, σοδομίστρια, πουτάνα, μαστροπός και φόνισσα. Εγώ θέλω να είμαι η ζωή, θέλω να ζήσω, θά ‘θελα να ζήσω, θά ‘θελα να μπορούσα να ζήσω, θά ‘μουν ευτυχισμένη τώρα αν ήθελα να ζήσω... όμως αυτή η χώρα δε μ’ αφήνει να το θέλω, δε μ’ αφήνει να είμαι η ζωή, να δίνω τη ζωή. Έχει φάει σαν καρκίνος τα βυζιά μου, τα μυαλά μου, τα έντερά μου, έχει κατεβάσει όλες της τις πέτρες στα νεφρά μου και τά ‘χει ρημάξει, έχει μαγαρίσει όλες τις πηγές απ’ όπου θά ‘τρεχε το γάλα μου, έχει μαζέψει όλο της το χώμα μες στις φλέβες μου και μού ‘χει σαπίσει το αίμα, έχει κάτσει όλη πάνω στην καρδιά μου και την έχει κουρελιάσει από τα εμφράγματα και τις εμβολές, κάθε θεσμός της κι ένα έμφραγμα, κάθε νόμος της και μια εμβολή, τα ήθη της μού ‘χουν σμπαραλιάσει τα πνευμόνια, η ιστορία της με κάνει να τρέμω συνεχώς ολόκληρη σα να έχω προσβληθεί από την πάρκινσον, ο πολιτισμός της μ’ έχει ξεπατώσει, μ’ έχει ξεθεώσει, δεν πάει άλλο, η θέση της η γεωγραφική είναι το άσθμα μου, ολόκληρο το σχήμα της άλλοτε απλώνεται πάνω στο σώμα μου σα γιγάντιος έρπης ζωστήρ και με τρελαίνει, κι άλλοτε παίρνει τη μορφή τσουγκράνας και μπήγεται στα μάτια μου, τεράστιας βελόνας και μου τρυπάει το κρανίο, βράχου ολόκληρου που κρέμεται από την άκρη των μαλλιών μου και με παρασέρνει σε μια θάλασσα πικρών δακρύων... κι όλο νιώθω στον τράχηλό μου τον ζυγό της κι όλο δένει τη γλώσσα μου το τραύλισμά της κι όλο μου φέρνει κρύα ρίγη η χυδαιότητά της... η προσήλωσή της στα φαντάσματά της, οι υπεκφυγές της, οι αντιγραφές της, τα φρακαρισμένα της μυαλά, τα πτώματά της, τα κιβούρια της, τα εγκλήματά της... Αυτή η χώρα είναι το χτικιό μας. Θα μας πεθάνει, θα μας ξεκάνει. Πώς θα γλιτώσουμε; Μας πίνει το αίμα, μας το πίνει. Δε μ’ αφήνει πια ούτε να κοιμηθώ, μου έχει κλέψει και τον ύπνο. Πώς θα ζήσω χωρίς ύπνο; Δε θα ζήσουμε... όλο το σπέρμα όλων των αντρών της γης δε θα μπορούσε να ζωντανέψει εκείνη την κόχη του κορμιού μου απ’ όπου ξεκινάει η ανθρώπινη ζωή... Έχεις αδειάσει όλη τη ζωή σου μέσα μου αλλά μ’ έχεις αφήσει χωρίς ζωή... Κι εσύ δεν μπορείς. Μ’ έχεις σπείρει μα ο σπόρος σου δεν πρόκειται ποτέ να πιάσει, δεν μπορεί πια ο σπόρος σας να πιάσει... δε θα ξαναβγεί ποτέ πια ζωή από μέσα μας... Το παλιογύναικο. Ένα θά ‘θελα, να την είχα μπροστά μου και να την έσφαζα με τα ίδια μου τα χέρια. Αχ, θε μου, να μπορούσα να τη σκοτώσω. Κατάφερε οι δολοφόνοι της να φτάσουν ως τις μήτρες μας και να τις σκάψουν σαν τάφους, τα γουρούνια, τα γουρούνια, είν’ όλοι τους γουρούνια, από ποιόν ν’ αρχίσω και σε ποιόν να τελειώσω, όλοι τους δολοφόνοι, όλοι τους, αυτοί με κάνουν να νιώθω την ανάγκη για το πιο μεγάλο έγκλημα, για μια ατέλειωτη σφαγή, ατέλειωτη σφαγή... αχ, πώς αντέχουμε δω μέσα, πώς δε μας τρελαίνει ακόμα αυτή η παλιοσκύλα, αυτή η γκαρότα, αυτό το στραγγουλατόριουμ, σωστή αγχόνη... με τους επίσημους μαχαιροβγάλτες της που βγάζουν επίσημους λόγους σ’ επίσημες τελετές μπρος σ’ επίσημους μαχαιροβγάλτες... Ο κάθε πόρος της είναι και μια τσέτα, κάθε γωνιά της κι ένα λάζο, κάθε χιλιοστό της και μια τσάκα, είναι γεμάτη ξόβεργες θανάτου και κοφτερούς σουγιάδες, άντρο φονιάδων, απατεώνων και ηλιθίων, λημέρι άναντρων γαμιάδων και ανίκανων σωματεμπόρων, μας πατάει το κεφάλι μέσα στα σκατά της, μας δίνει λυσσασμένες κλωτσιές στ’ αρχίδια, μας λιώνεις μωρή, μας στραγγαλίζεις, μας ρημάζεις, μας διχάζεις, μας πνίγεις, μας καταδικάζεις, μας πεθαίνεις, μας πεθαίνεις, σκρόφα, ξεπουλημένη, μολυσμένη, ψειριάρα, φαρμακοδότρα, φιδομάνα, λύκαινα, γύφτισσα, αιμομίχτρα, που όλο μαϊμουδίζεις και παπαγαλίζεις, κατσικοπόδαρη, δίσεχτη, κακορίζικη, δε σε μπορώ, δεν τη μπορώ, τη δολοφόνα, την παιδοκτόνα, τη ζαβή, τη χολεριασμένη, τη στραβοκάνα, την γκαβή, το τσόκαρο, την παλιόγρια, την παλιόγρια, που κακοχρόνο νά ‘χει, δεν αντέχω πια τίποτα δικό της, τίποτα, τίποτα, τη μισώ, τη μισώ, τη μισώ, αχ, αχ, σε μισώ, σε μισώ, σε μισώ, σε μισώ, θα πεθάνω, τέρας, και θα εξακολουθώ να σε μισώ, ναι, το μίσος βράζει μέσα μου, θέλω να γράψω τους ανάποδους ύμνους απ’ αυτούς που γράφτηκαν ως τώρα γι’ αυτήν, λέξη προς λέξη να την τουφεκίσω και να την παραχώσω σα σκυλί με τα ίδια μου τα χέρια... Δεν είμαι πια γυναίκα... Ούτε κι εσύ πια είσαι άντρας... Μας τα πήρε όλ’ αυτή... Τι θα μείνει όμως απ’ αυτήν χωρίς εμάς; Τι θα είν’ αυτή όταν δε θά ‘χει μείνει τίποτ’ από μας;... Το χώμα της έχει πάρει το σχήμα μου... Το σώμα μου έχει πια τις διαστάσεις της... Έχω μέσα μου τη μοίρα της... Πεθαίνω σα χώρα...» (...)